Η μεζούρα είναι ο άνθρωπος
20.1.2009 
Όπως υπαινίσσεται και το Homefood, όποτε βγαίνεις από το σπίτι σου, καραδοκούν κίνδυνοι. Όχι μόνον κακοποιοί –αν και μερικοί επαγγελματίες της εστίασης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι. «Άλλοι κίνδυνοι», όπως έλεγε η ερμηνεία του τροχαίου σήματος με το τρίγωνο και το θαυμαστικό. Αντί να είσαι στο καθιστικό σου με ένα ουισκάκι, βρίσκεσαι αίφνης να παλεύεις με τα χιόνια (όχι σε χιονοδρομικό, εννοείται, δεν είναι του χαρακτήρος μου), να βάζεις και να βγάζεις αλυσίδες, να μουσκεύεσαι, να πέφτεις σε ομίχλη –αυτή η Εγνατία Οδός αποδείχθηκε αληθινό δειγματολόγιο καιρικών φαινομένων.
 
 
Το μόνο καλό είναι ότι, αντίθετα προς το καβαφικό, η Ιθάκη αξίζει τον κόπο. Όσο κουραστική είναι η μέρα, τόσο ωραιότερο το ουίσκι στο ξενοδοχείο μετά την –επιτέλους– επιστροφή από τα μαγικά τοπία της ταλαιπωρίας. Όνειρο. Ευτυχώς επιτρέπεται ακόμη το κάπνισμα –σκέφτομαι με τρόμο πώς θα είναι να βγαίνεις έξω στους μείον δύο βαθμούς για ένα τσιγάρο. (Παρενθετικώς, αν καπνίζετε στριφτά και πρόκειται να οδηγήσετε επί μακρόν σε πάγο ή ομίχλη, μην ξεχάσετε ΠΟΤΕ να έχετε μαζί σας και ένα κανονικό πακέτο ή να έχετε στρίψει καμιά τριανταριά από πριν.)
 
 
Έρχεται, λοιπόν, το in concreto ουίσκι σε χωριό του Νέστου, αφού έχω ανάψει το τσιγάρο και η σκέψη πλανάται στο γιατί τρέχουμε πέρα δώθε, έρχεται μαζί και η απόδειξη –ευρώ έξι, παρακαλώ, στη γραφική αυτή κώμη– και τι βλέπω; Ένα απολειφάδι, ένα παιδικό, μια θλιβερή μεζούρα βρετανικού ξενοδοχείου ή έλληνος ακτοπλόου. Ρώτησα αμέσως αν είχε εκεί κοντά ΑΤΜ. Ήταν σαφές πως για να πιω με στοιχειώδη σοβαρότητα θα χρειαζόταν να εξαντλήσω το ημερήσιο όριο αναλήψεων. Ευτυχώς δεν είχε. Νηφάλιος κατευθύνθηκα σε καλό εστιατόριο της Ξάνθης, όπου η μεγάλη Βεργίνα είχε 3 ευρώ. Σε ακόμη καλύτερο, λίγο πιο κάτω, η μεγάλη Kaizer 2,70.
 
 
Την επομένη, τα ίδια. Τη μεθεπομένη, ομοίως. Και ο ξενώνας δεν φαινόταν τσιφούτικος, κάθε άλλο. Το τελευταίο βράδυ μου, που θα έλεγε ο Στέλιος, και ενώ δεν είχα καμιά διάθεση να συγχωρήσω εκείνη (την μπαργούμαν του ξενώνα) που με πλήγωσε πολύ, βλέπω άλλο πρόσωπο εν υπηρεσία. Ίδια παραγγελία, ίδια τιμή και... διπλάσια μερίδα! Η άλλη η κακιά φαίνεται ότι ήθελε να με σώσει –γιατί δεν μου φάνηκε να έπινε η ίδια το άλλο μισό που δεν σέρβιρε. Μια ζωή μου έλεγαν ότι ο άνθρωπος είναι το παν. Τώρα κατάλαβα πόσο δίκιο είχαν.
 
 
Άξιζε κάτι πέρα από τα ουίσκι της επιστροφής; Ε βέβαια. «Μπερίες», όπως είχε πει συμμετάσχουσα σε δευτεροκλασάτα καλλιστεία, επειδή δεν θυμόταν το «εμπειρίες» που της είχαν υποδείξει. Με κορυφαία μία. Κατά την επιστροφή από χιονισμένο ορεινό χωριό, σε μια κάπως κεντρική διασταύρωση, με σταμάτησε η αστυνομία. Φιλέρευνος αστυνομικός ήθελε να ρωτήσει από πού ερχόμουν και από ποιο σημείο χρειάζονταν αλυσίδες. Προφανώς δεν εμπιστευόταν το τμήμα του χωριού –και κάτι ήξερε, αφού μια ώρα πριν από αυτό το τμήμα με είχαν διαβεβαιώσει ότι ο δρόμος «περπατιέται» άνετα– απεδείχθη ότι χωρίς αλυσίδες την είχες βάψει από χέρι. Ο «δικός μου» αστυνομικός, ένα παλικάρι μπουκιά και συχώριο (σε γυναίκα θα ήταν το κάτι άλλο) και ευγενέστατο, ρώτησε συγκεκριμένα πράγματα για τη διαδρομή και, εν συνεχεία, μου έδωσε πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από άλλους για την κατάσταση του δρόμου προς Σταυρούπολη. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου ζητούσε πληροφορίες η αστυνομία. Αισθάνθηκα περήφανος. Επίσης, επειδή ο αστυνομικός ήταν εμφανώς αξιόπιστος και είχα δει αρκετό χιόνι για μισή ζωή, έστριψα αριστερά για Ξάνθη. Στη Σταυρούπολη πήγα με το τρένο. Οδηγούσε άλλος και σέρβιραν ζεστό καφέ.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers