Τσίπουρινγκ και κουβερτούλα
4.8.2009 
Πριν ένα χρόνο, τέτοια εποχή, στη στήλη του στους Financial Times ο Harry Eyres είχε τιτλοφορήσει την επιφυλλίδα του «The rightness of summer». Ήταν ένας ύμνος στο καλοκαίρι – και δη στο ελληνικό. Όλες οι λέξεις για το θέρος είναι όμορφες, έγραφε, αλλά η ωραιότερη είναι η ελληνική λέξη καλοκαίρι. Ο καλός καιρός. Και καιρός, θύμιζε, δεν είναι οιοσδήποτε χρόνος, αλλά ο σωστός χρόνος, η κατάλληλη στιγμή…
 
 
Άμα τη αναγνώσει θυμήθηκα παλιό μου γνωστό, εκδρομομανή, ακάματο στα χιλιόμετρα και έτοιμο για όλα τα μποφόρ του Αιγαίου, που είχε γυρίσει τις Κυκλάδες πέτρα την πέτρα, όταν κάποιοι τον παρέσυραν μια χρονιά στην Κεφαλονιά. «Βρέθηκα σε ένα δάσος κοντά στη θάλασσα», μας ιστορούσε μετά την επιστροφή του, «κοίταξα και ανέκραξα “άτιμε Ελύτη που μας παραμύθιασες με το φως και τους βράχους κι έφαγα τα νιάτα μου στην ξεραΐλα”».
 
 
Δεν συμφωνώ, πρέπει να πω. Ακόμη, παρά την επτανησιακή ομορφιά, θέλγομαι περισσότερο από το άνυδρο τοπίο των Μικρών Κυκλάδων. Αν, όμως, μπορώ να καταλάβω τον θαυμασμό ενός Βρετανού για το ελληνικό καλοκαίρι, δεν μπορώ καθόλου να ερμηνεύσω τον ενθουσιαστικό τόνο ορισμένων που δηλώνουν «επιτέλους καλοκαίρι» ενώ εργάζονται στην Αθήνα. Το εννοώ, εργάζονται, δηλαδή περνούν ώρες σε δρόμους και γραφεία με μετρημένες τις αποδράσεις του Σαββατοκύριακου και λίγες τις μέρες διακοπών. Τον καλό μας τον καιρό και τον μαύρο, σκέφτομαι όποτε ανεβαίνω την Ακαδημίας κάθιδρος με το πουκάμισο να κολλάει στο σώμα, ένας από τους πολλούς ταλαίπωρους τους οποίους ο σωστός χρόνος περιποιείται δεόντως.
 
 
Ήταν μια τέτοια μέρα, πρώτη Ιουλίου, που έπρεπε να φύγουμε με παλιό συμφοιτητή για την Ευρυτανία, όπου έτερος από το έτος μας στη Νομική παντρευόταν. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα εκεί καλοκαίρι. Ήρθε ο φίλος με το αυτοκίνητό του απευθείας από το γραφείο, με ορατά και εκείνος τα ίχνη του διαμεσολαβήσαντος ρεκτιφιέ σε πρόσωπο και πουκάμισο, καθότι 38 οι βαθμοί στο κλεινόν άστυ, και κινήσαμε, τα δύο ερείπια. Βράδιασε στη Μακρακώμη (η στάση για καφέ είχε παραταθεί να δούμε ένα ημίχρονο Αργεντινή-Γερμανία), φτάνουμε στις Ράχες κατά τις δέκα, κοιτάμε την εξωτερική θερμοκρασία, βαθμοί είκοσι. «Λες;», μου είπε με τα μάτια να λάμπουν από προσδοκία. Αν λες;! Στην Ποταμιά, λίγο πιο κάτω από τη διασταύρωση προς Μεγάλο και Μικρό Χωριό, ώρα 23:30, βαθμοί δεκαοκτώ. Στις 01:30, 13 Κελσίου! Πρώτη Ιουλίου με μίνι καύσωνα στην Αθήνα!
 
 
Ο ορισμός της ανακούφισης. Ύπνος με ανοικτά παράθυρα και κουβερτούλα, τσίπουρο με αλλαντικά από του Στρεμμένου στον Προυσό, μολτ σκέτο με λίγο νερό αργά το βράδυ. Το μόνο κακό ήταν ότι ο ξενοδόχος επέμενε ότι καλοκαίρι ήταν, τέλος πάντων, και δεν άναβε το τζάκι. Έκτοτε, είμαι σταθερός επισκέπτης, έστω για ένα τριήμερο. Τέλη Ιουνίου, φέτος, η Ευρυτανία ήταν και πάλι στο ύψος της. Δώδεκα το μεσημέρι, βαθμοί 19. Οκτώ το βράδυ, 15. Στο δωμάτιο καλοριφέρ – στο τραπέζι κόκορας με χυλοπίτες. Αληθινές καλοκαιρινές απολαύσεις. Και για αναψυχή το απόλυτο extreme sport: τσίπουρινγκ.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers