Η ρουφιάνα η σεζόν
11.8.2009 
Μικρό νησί. Το έχουν μάθει πλέον και προσελκύει κόσμο που δεν μπορεί να σηκώσει. Συμπαθής τύπος με λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια, γνωστός μου από παλαιότερη διαμονή, με διαβεβαιώνει μέρες έξι πριν από την άφιξή μου ότι είμαι τυχερός. Μόνο το πρώτο βράδυ, έφτανα αργά τη νύχτα, θα μου έδινε ένα πρόχειρο. Υπέλαβα ότι ήταν ένα που ήξερα - με το μπάνιο έξω, αλλά βιώσιμο. Κατά την άφιξη με οδηγεί σε αποθήκη (κυριολεκτώ), στην οποία ο ιδιοφυής κατασκευαστής της δεν έχει προβλέψει παράθυρο. Κοιμήθηκα με ανοιχτή την πόρτα, να γλυτώσω τον ιατροδικαστή (που δεν θα ερχόταν βέβαια επί τόπου) από τη σπαζοκεφαλιά πώς θα είχα πεθάνει από θερμοπληξία μέσα στη θαλασσινή δροσιά.
 
 
Το επόμενο πρωί έμοιαζα σαν να με είχε περιποιηθεί ο Θεόφιλο Στίβενσον - πριν παρατήσει το μποξ για το βουλευτιλίκι στην Κούβα. Ο οικοδεσπότης, παρά ταύτα, μάλλον περήφανος για την εξυπηρέτηση. Και το περίεργο; Δεν ήταν τόσο ιδιοτελής όσο ακούγεται. Ασφαλώς ήθελε να με κρατήσει ως πελάτη για τα επόμενα βράδια, οπότε με καβάτζωσε στέλνοντάς με το πρώτο σε πλυσταριό. Από την άλλη ήθελε και να εξυπηρετήσει - και δεν χρέωσε ...αποθήκευτρα. Η εντύπωση, όμως, σε σχέση με τη (μη) ενημέρωση, ήταν μάλλον οδυνηρό καλωσόρισες - ή μάλλον θα ήταν για κάποιον με λιγότερα ουίσκι στο ενεργητικό του απ’ όσα είχα εγώ κατά την άφιξή μου.
 
 
Έχει και συνέχεια. Δίπλα μου, στο κανονικό πλέον δωμάτιο, σε ένα σπίτι ησυχαστήριο, επελαύνει πολυμελής οικογένεια Σκανδιναβών, που τους είχαν πει πως οι Έλληνες μιλάμε δυνατά και ήθελαν να αποδείξουν ότι εγκλιματίστηκαν. Νόμιζα ότι άκουγα Μπέργκμαν με το ηχείο τέρμα. Και δεν έβλεπα καν τη Λιβ Ούλμαν - έστω σιτεμένη. Μία παράκληση για λίγο χαμηλότερο ήχο. Το βράδυ η οικογένεια των τενόρων επικαλέστηκε την παρατήρηση ως αιτία να φύγει. Φυσικά, θα είχαν απλώς βρει δωμάτιο κατάλληλο για πολλά άτομα - ή άλλο νησί. Η παρατήρηση ήταν δικαιολογία. Άλλωστε με είχαν γράψει ξέρετε πού. Σαν να τους μιλούσε μύγα.
 
 
Στενοχωρημένος ο ξενοδόχος για τον κίνδυνο διαφυγόντος κέρδους - που τελικά δεν υπήρξε, βρέθηκαν αμέσως οι διάδοχοι. Είναι δυνατόν να μη συνειδητοποιούσε πως είχε νοικιάσει ένα τρίκλινο για τριάρι και ότι οι Μπεργκμανιστές, που τους είχε βρει στον δρόμο (δεν είχαν φυσικά κάνει κράτηση), ήταν μάλλον φυσικό να συνεχίσουν να ψάχνουν κάτι μεγαλύτερο; Είναι, να πω κι αυτό, δυνατόν να μην αντιλαμβανόταν ότι, όταν έχεις ελάχιστα δωμάτια σε θέση απομονωμένη, που όλοι παινεύουν για την ησυχία της, ξεγελάς λιγάκι τον πελάτη σου αν τα μπαζώνεις με θορυβώδεις οικογένειες - διμοιρίες;
 
 
Πάντως δωμάτια αποθήκες υπήρχαν, όπως είδα, κι άλλα στο νησί. Και για κανονική διαμονή, όχι μόνο για «καβάτζωμα» μιας νύχτας. Όπως, ακόμη περισσότερο, υπήρχαν - όπως παντού- δωμάτια με τιμή αντίστοιχη προς την ποιότητά τους (ο δικός μου «πανδοχέας» σε αυτό το επίπεδο είναι τίμιος) ή εγκαταστάσεις που δηλώνουν ξενοδοχεία ενώ στην πραγματικότητα είναι rooms κλασικότατα - και απλώς σερβίρουν πρωινό.
 
 
Και ο ΕΟΤ; Γιατί, μήπως έχουν σήμα τα περισσότερα δωμάτια, να το αφαιρέσει; Ή μήπως υπάρχει αστυνομία, να κάνει έλεγχο;
 
 
Πάντως, τα πράγματα βελτιώνονται. Στο τοπικό μπαρ, αυτή τη φορά είχε παγάκια. Δεν είχαν τελειώσει λόγω τέλους σεζόν, όπως την προηγούμενη φορά. Ξηρούς καρπούς όχι, όμως. Δεν είχαν ακόμη αρχίσει -λόγω αρχής σεζόν.
 
 
Διότι, όπως είναι γνωστό, όλοι οι ως άνω έχουν το παράπονο ότι η σεζόν είναι πολύ μικρή - και την εύλογη απορία γιατί παρά την ομορφιά του τόπου τους (κάθε τόπου- όλοι το λένε) δεν επιμηκύνεται και οι επισκέπτες δεν αφήνουν περισσότερο χρήμα.
 
 
Έχουν δίκιο. Είναι κρίμα όλες αυτές οι αποθήκες να μένουν τόσους μήνες άδειες.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Σε ποιους (νομίζουν ότι) μιλάνε
› 
Στην κάβα και στο κόμμα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers