Ο βίος μας κρύβει περιστατικά που μένουν θαμμένα μέσα μας για πάντα.Μερικά «ξεχνιούνται» εσκεμμένα.Κάποια αναδεύονται κατά καιρούς στο καζάνι της μνήμης και κοιμούνται πάλι ήρεμα.Υπάρχουν άλλα που γίνονται μανιέρες για νάχουμε να λέμε όταν δεν έχουμε ,σύνηθες φαινόμενο της τεμπελιάς μας να τα αποσώσουμε και να πάμε παρακάτω.Πολλά απ αυτά εχουν συμβάλλει στην οικοδόμηση επαύλεων γνωστών ψυχιάτρων,ψυχολόγων,γκουρού,Αβατάρ,Δασκάλων και δεν συμμαζεύεται ενώ θα μπορούσαν να εχουν εξατμισθεί ως δια μαγείας αν υπήρχε κάπου στο γενετικό μας σύστημα η οδηγία «εχεις πρόβλημα; σκάψε με τον γκασμά το χαντάκι σου μέχρι να φτύσεις αίμα».Τόσο απλά.
Η Λίντα όμως δεν μπορούσε να σκάψει.Δεν μπορούσε γιατι εκτός του ότι ηταν γόνος τριών γενεών επιφανών δικηγόρων και γιατρών,ειχε φίλη την αφεντομουτσουνάρα μου.Η Λίντα μιλούσε ώρες ατέλειωτες για το πρόβλημά της αφού διαλογιζόταν κι εγώ την άκουγα γιατί πίστευα βλακωδώς ότι μπορεί ν αποφύγω το δικό μου χαντάκι αλλά δεν διαλογιζόμουν.Ευτυχώς είχα απόλυτη ανάγκη να δουλεύω για να βιοπορίζομαι.Πέρα όμως από την νοσηρή μας κατάσταση υπήρχε η ζωή.Η ζωή που είναι παιχνιδιάρα,απρόβλεπτη και γεμάτη χιούμορ.Κι αποφασίζει,ευτυχώς ερήμην μας.
Εκείνο το απόγευμα η Λίντα ήρθε εν εξάλλω καταστάσει στο ραντεβού μας αφού είχαν προηγηθεί τουλάχιστον δέκα απανωτά τηλεφωνήματα γεμάτα κλάματα,μισόλογα και διακεκομένες ακαταλαβίστικες εκφράσεις .Αυτά όμως μου ήταν λίγο πολύ γνωστά.Αυτό που διέφερε αυτή τη φορά ήταν ότι στο ενδιάμεσο η Λίντα γελούσε.Και γελούσε υστερικά.
Συναντηθήκαμε στο γνωστό καφέ,κάτσαμε σε μια γωνίτσα ως συνήθως ,γεμίσαμε το τραπεζάκι με μυξωμένα χαρτομάντηλα πολύ πριν έρθουν οι καφέδες μας,την κράτησα αγκαλιά μέχρι να της φύγουν τα αναφυλλητά και μετά, ξανά αγκαλιά μέχρι να καταλαγιάσουν τα δάκρυά της απ τα γέλια.Η κατάσταση ήταν εκρηκτικά φορτισμένη ,το γκαρσόν μας κοίταζε και κουνούσε κάθε τόσο το κεφάλι του,ευτυχώς δεν είχε κόσμο για να γίνουμε πολύ ρεζίλι και μόλις ηρέμησαν λίγο τα πράγματα η Λίντα τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καφέ ,άναψε ένα τσιγάρο,τέντωσε την παλάμη της κοιτώντας τα άψογα νύχια της και επιτέλους άρχισε να μιλάει.
-Ακούς εκεί! Νάρθει στην πόρτα μου!Ακου θράσσος το θρασίμι ,το κούδεβλο.Εμ βέβαια δεν φταίει αυτή ,εμείς φταίμε που την βγάλαμε από την χαμοκέλλα.Διότι τι ήσουν κυρία μου πρίν μας γνωρίσεις;ενα τίποτα ήσουν.Ποτά σέρβιρες στους νυκτόβιους κι άμα λάχει σου πιάναν και τον κώλο. Εκεί… εκεί στην υπόγα έπρεπε να σ αφήσουμε .Σε κάναμε κυρία με Αλφα Ρομέο και με τζάκι.Ειχες και στο σπίτι σου τζάκι; Εγω ακόμη δεν έχω τζάκι ,αλλά τέτοιος βλάκας ειμαι ρε φιλενάδα.Αχ εχω κόμπο δεν μπορώ ν αναπνεύσω.
Δεν έβγαζα άκρη.
-Λέγε τα πουλάκι μου ένα ένα με την σειρά , είπα ήρεμα .Για να καταλάβω η δύσμοιρη τι συμβαίνει.
Τι ήθελα να το πώ; χτύπησα φλέβα ευαισθησίας και την πήραν πάλι τα δάκρυα.
Αρχισε άλλο παραλήρημα. Τύψεων αυτή τη φορά.
-Αχ τι τραβάς κι εσυ με μένα βρε φιλενάδα.Τι φταίς εσυ που σε φορτώνω με τα δικά μου,που λές και δεν έχεις εσυ τα δικά σου,που με ανέχεσαι …
Αδύνατον να βάλουμε σε τάξη τα πράγματα εκείνο το απόγευμα.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει,αποφασίσαμε να πάμε για τσίπουρα μπας και ξελαμπικάριζε το μυαλό μας κι όντως…
Τα τσίπουρα βοήθησαν να ηρεμήσει η Λίντα,να βάλει τις λέξεις σε σωστές σειρές και να εκφραστεί ανθρώπινα.
Ετσι άκουσα μια από τις πιο αστείες ιστορίες της ζωής μου. Τόσο τραγικά αστεία που ακόμη και τώρα που μετά από τόσα χρόνια αποφάσισα να την γράψω νομίζω ότι θα μου φύγει η ψυχή απ τα γέλια.