Ετσι ένα βράδυ ,τι βράδυ δηλαδή άγρια χαράματα ήταν, ο Μάχος συνάντησε τη Μίτση.H Λίντα βρισκόταν στον έβδομο ύπνο , μετά από μια μακρά συνεδρία ρεφλεξιολογίας και 3 Βαλεριάνες που είχε καταπιεί.
Η συνάντηση τους στο ξενυχτάδικο είχε πολλές «μπόμπες», σφηνάκια και κεράσματα κατ αρχήν και κατά τις 6 το πρωί που το στομάχι του Μάχου δεν άντεχε άλλο και το μυαλό του είχε γίνει κονσομέ, ακολούθησε τουζλαμάς ψιλοκομμένος με σκορδοστούμπι σε παραδοσιακό πατσατζίδικο της Εγνατίας.
Λαϊκά και νυσταγμένα.
Εκείνο το χάραμα είπαν ο ένας στον άλλο πολλά. Τα περισσότερα ψέματα μα και πολλές αλήθειες. Το σημαντικό όμως ήταν ένα. Ο Μάχος είχε βρεί για πρώτη φορά στην ζωή του κάποια που τον άκουγε χωρίς παρεμβάσεις του τύπου «ναι, όμως, αλλά, διότι, κι αν, παρ ολ αυτά, δεν, όχι, αφου, μπα, τουτέστιν…» και η Μίτση αχ η Μίτση, είχε βρεί επιτέλους τις προδιαγραφές που έψαχνε. Έναν ώριμο αντρα ,με εγκάρδιο χαμόγελο, επιστήμονα και φτιαγμένον οικονομικά. Το αγκαθάκι που σκάλωνε τον ουρανίσκο της για να τον καταπιεί ήταν βέβαια το ότι ήταν παντρεμένος αλλά αυτό προς το παρόν το άφηνε στην άκρη. Σκοπός της ήταν να τον γραδάρει σωστά, να τον ζυγίσει μέχρι κεραίας και να τον τραβήξει στην φωλιά της. Οχι φυσικά απ το χέρι. Μάλλον το σβέρκο του σημάδευε και στην καλύτερη γι αυτήν περίπτωση την μύτη του. Και σ αυτή την διαδικασία ως γνωστόν καμιά γυναίκα δεν απλώνει με αβροφροσύνη τα κρινοδάχτυλά της. Την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν άλλα μέλη του σώματος.
Η Μίτση είχε σώμα λαμπάδα.
Ατελείωτα πόδια, στενά λαγόνια, οπίσθια που θα ζήλευε κι η πιο καλλίγραμμη Βραζιλιάνα, στήθοςνα κρεμάσεις παλτό (που έλεγε κάποτεένας φίλος) πλούσια ξανθά μαλλιά, μάτια λαμπερά και είκοσι τρία συναπτά έτη να την χωρίζουν από τον Μάχο.
Ο Μάχος δεν είχε τίποτα παραδείσιο.
Ήταν ένας κουρασμένος μεσήλικας που ένοιωθε απελευθερωμένος από τα οφίκια που όφειλε στη μάνα του. Τα οφίκια είχαν πληρωθεί και με το παραπάνω. Η μάνα του είχε πεθάνει .Επομένως, χαλαρός πιά, μπορούσε να αυτοκαταστραφεί ως γνήσιος εκπρόσωπος του αρσενικού γένους. Κι αυτό έκανε.
Την ερωτεύτηκε τόσο που το αίμα του έγινε νερό.
Άρχισαν τα πρώτα ραντεβού, μικροδωράκια, ταξιδάκια κι όταν τα ταξιδάκια έγιναν ταξιδάρες και τα μικροδωράκια πήραν διαστάσεις μονόπετρων ,η Λίντα άρχισε επιτέλους να μυρίζει το μπαρούτι που έζωνε τα δια χειρός Βαράγκη ,η οικογένεια της θορυβήθηκε σύσσωμη αλλά ο Μάχος ,παλαιάς κοπής άντρας, είχε ηδη σπιτώσει σε τριαράκι ρετιρέ με τζάκι την Μίτση και το παιδί της. Εννοείται ότι δεν ανεχόταν με τίποτα να δουλεύει πιά το σπλάχνο νυχτοκάματο, εννοείται ότι της πήρε αυτοκίνητο, εννοείται ότι η Μίτση ζούσε πλέον με τα σέα και τα μέα της. Εκεί κάπου και η Λίντα κατέρευσε. Δεν την χωρούσε ο τόπος ,αποφάσισε να κατοικοεδρεύει νυχθημερόν η στο Άσραμ η στο σπίτι μου, έκλαιγε, ζήλευε, καταριόταν, έταζε στους αγίους του Βούδα και του Ιησού Χριστού ταυτοχρόνως, ευχόταν να τον δεί καλόγερο στο Αγιο Ορος και γενικώς αντιμετώπιζε την κατάσταση με κατά συρροή λανθασμένους τρόπους που την οδηγούσαν κατ ευθείαν στην νευροπάθεια.
Ο ρόλος μου ήταν άχαρος και άχρηστος. Δεν μπορούσα να την βοηθήσω πέρα από το να την παρηγορώ γιατί απλούστατα η Λίντα δεν ήθελε να βοηθηθεί.
Είχε βρεί κάτι έντονο να την απασχολεί , να την τυραννά και δεν θύμωνε.
Γιατί σ αυτές τις περιπτώσεις δύο είναι οι δρόμοι.
Η θα θυμώσεις η θα φιλοσοφήσεις.
Η Λίντα ούτε να θυμώσει πραγματικά μπορούσε αλλά ούτε και να το φιλοσοφήσει.
Μπορώ να πω τώρα μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν ότι η Λίντα διακατεχόταν από ένα είδος μόνιμης έκπληξης για όλα αυτά που της συνέβαιναν. Είτε από εγωισμό είτε από άγνοια, αυτό δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω ακόμη, συμπεριφερόταν για ένα θέμα που άπτεται της καθημερινότητας όσο και το πλύσιμο των δοντιών μας ,σαν να είχαν κάνει τουλάχιστον εξωγηίνοι επιδρομή στο σπιτικό της. Είχε απορίες ας πούμε του είδους:
«Καλά αυτή τώρα δηλαδή δεν ντρέπεται;»
«Καλά δηλαδή όταν συναντούν κάποιο γνωστό πως την συστήνει;»
«Δηλαδή βρε φιλενάδα την αγαπάει;»
«Δηλαδή αυτή του μαγειρεύει κανονικά και τρώνε σαν οικογένεια;»
«Καλά αυτή κάνει την δουλειά της ,αυτός ο δικός μου τα παιδιά του και το παιδί της δεν τα ντρέπεται;»
«Εγώ δηλαδή τι θα κάνω τώρα θα κρατάω το φανάρι;»
«Εμένα δηλαδή πότε θα με ξαναπηδήξει;»
« Δεν θυμάμαι βρε φιλενάδα …ήπια λεξοτανίλ την ώρα που ήρθα;»
Και συνέχιζε απτόητη με σωρεία ερωτήσεων τέτοιου είδους, αρνούμενη πεισματικά να εγκαταλείψει τον ρόλο της νιόπαντρης χαριτωμένης παιδίσκης που απο τον γονικό θώκο περνά στο θαλάμι του συζύγου και δεν εννοεί να βγεί από κεί ούτε με σφαίρες.
Η Μίτση όμως δεν είχε απλό εξάσφαιρο. Κρατούσε ρεβόλβερ χωρίς σιγαστήρα. Κι όταν είδε ότι ο Μάχος ναί μεν της παρείχε τα πάντα αλλά δεν έλεγε να φέρει ένα οριστικό τέλος στην υπόθεση του γάμου του ,πήρε την κατάσταση στα χέρια της κι ένα μεσημέρι ντυμένη με τριζάτα μαύρα δερμάτινα απ την κορυφή μέχρι τα νύχια, χτύπησε το κουδούνι της Λίντας.