Η πρώτη φωτιά (Γ' μέρος)
19.8.2008 - 3:42:25 PM
Ο κυρ Τάσος μας μάζεψε, ένα τσούρμο παιδιά , και μας είπε να τρέξουμε απ το μονοπάτι προς το χωριό.Ακουγα ήδη τις φλόγες να κροταλίζουν πίσω απο τα δέντρα.
Υπήρχε σκόνη παντού οταν φτάσαμε κάτω στα πρώτα σπίτια .Οι γυναίκες του χωριού κατέβαζαν τα ζώα προς την θάλασσα .Γέμισε ο κεντρικός δρόμος με αγελάδες ,πρόβατα και κατσίκες .Οι άντρες έτρεχαν προς το βουνό κρατώντας αξίνες,φτυάρια,κουβάδες.Μύρισε ο τόπος καμμένο χόρτο.
Στο σπίτι τότε μέναμε τέσσερα παιδιά.Τρία κορίτσια της σπιτονοικοκυράς μας κι εγω .Απο 5 ώς 13 χρονών.Πήγαμε στην πίσω αυλή όπου ήταν τα κοτέτσια με τις κλωσσες και τα παπάκια.Η κυρα Ματούλα έκατσε κατω κι άνοιξε την ποδιά της .Κι εμεις πιάναμε τα πουλάκια τρία τρία ,τέσσερα τέσσερα ,οσα μπορούσαν να σηκώσουν οι μικρές μας χούφτες και τα απιθώναμε εκει μεσα στην ζεστή της αγκαλιά.Η κλώσσες ουτε μάς αγρίεψαν ουτε μας τσίμπησαν.Άφηναν την τύχη των πουλιών τους σε μας ,λες και καταλάβαιναν τον κίνδυνο.
Ετσι μεταφέραμε ολους τους νεοσσούς στο σπίτι γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.Μετα πήραμε απο δυο φρύγανα η καθε μιά μας στο χέρι και σταθήκαμε κοντά στα κοτέτσια για να τρέξουμε να σβήσουμε τυχόν σπίθες η αναμένες κουκουνάρες απ το δάσος.Είχαμε σαφείς οδηγίες απο τούς μεγαλύτερους οτι θα έπρεπε να φύγουμε πρός την θάλασσα,αν η φωτιά κατέβαινε προς το χωριό..Ο παππούς κι η γιαγιά μου ήταν τότε κοντά στα 60 τους.Κοτσανάτοι άνθρωποι και δοκιμασμένοι απο κακουχίες.Ανέβηκαν μαζί μ όλους τους άλλους στο βουνό.Μ άφησαν πίσω τους μαζί με τα άλλα παιδιά.Κι εγώ ενα παιδάκι της πόλης άμαθο ως τότε ,έγινα ένα με τα άλλα παιδια.Δεν φοβήθηκα ουτε λεπτό.Το μυαλό μου απ οτι μπορω μετα απο τόσα χρόνια να θυμηθώ ,ειχε μόνο ενα πράγμα.Να μην φτάσει η φωτιά στα κοτέτσια.Κι ήμουν εκει με τα φρύγανα στο χέρι έτοιμη να υπερασπίσω αυτό που αγαπούσα.
Έβλεπα τις γλώσσες της φωτιάς στο βουνό απο κει που στεκόμουν.Τα πεύκα λαμπάδιαζαν κι ο ουρανός ήταν μαύρος απο τον καπνό .Ηρθαν δυό υδροφόρες απο κοντινά χωριά γιά βοήθεια .Αργότερα ακουσα οτι με δυσκολία ανέβηκαν απο το μονοπάτι .Δεν υπήρχαν δρόμοι, δεν υπήρχε τίποτα και το δασος ηταν πυκνό και γεμάτο θάμνους.Ειχαν αρχίσει να πετάγονται ψηλά αναμένα κλαδιά και κουκουνάρες .Ευτυχώς ο αέρας είχε κοπάσει..
Είδαμε μετά απο λίγο να έρχονται στρατιωτικά φορτηγά με στρατιώτες και μικρές υδροφόρες που τις ανέβαζαν πιο εύκολα απο τα μονοπάτια .Ειδα και δυό γυναίκες μαυροφορεμένες που κρατούσαν τσάπες, να τρέχουν πρός το νεκροταφείο .Η φωτιά ειχε ακουμπησει στα κάγκελα των τάφων κι όσα ήταν ξύλινα κάηκαν.Θυμάμαι οτι την επόμενη μέρα οταν πήγα εκει ,η γιαγιά μου έκλαιγε.Είδε το μικρό εκκλησάκι καμμενο και το οστεοφυλάκιο χωρις στέγη με τα κόκκαλα να καπνίζουν ακόμη.
Ομως η μεγάλες εστίες είχαν σβήσει.
Ηταν ο αέρας που έκοψε;οι κάτοικοι που κινητοποιήθηκαν αμέσως ;οι στρατιώτες που βοηθησαν ;η Παναγία που γιόρταζε σε λίγες μέρες ;οι προσευχες και τα παρακαλια μου να μην καούν τα δέντρα και τα πουλιά; Δεν ξέρω τι ήταν.
Μέρες πολλές μετά ,μάζευαμε τις καμένες κουκουνάρες με τα άλλα παιδιά και τις κάναμε καραβάκια. Σφηνώναμε ενα ξυλαρακι μ ενα ασπρο χαρτι για πανί, τις ρίχναμε στη θάλασσα και τις παρακολουθουσαμε μέχρι να χαθούν.
Κι εκείνη τις έπαιρνε μεσα στη ατραφτερη της αγκαλιά και τις δρόσιζε ,τις αρμύριζε και τις νανούριζε. Ισως για να γιάνει τον πόνο τους..