Ύστερα ήρθαν χρόνια ακόμη πιο δύσκολα. Απέτυχε να μπεί στο Πανεπιστήμιο ,λούστηκε όλη την ειρωνεία και την κατακραυγή του αδερφού της και της νύφης της ,έκλαψε ,μίσησε ,καταράστηκε κι αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα .Παντρεύτηκε κι έφυγε σε επαρχιακή πόλη μήπως και γλυτώσει. Αντικαθιστώντας τον καλότατο με τον αγιότατο και κατά εικοσιπέντε χρόνια μεγαλύτερό της σύζυγο που απαιτούσε απ αυτήν παρθενία κόρης. Ενας γυναικολόγος φρόντισε γι αυτό μυστικά κι η Χαρά έδωσε στον Αγιότατο αυτό που ήθελε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Μέσα της ένοιωθε γη καμένη. Μόνη στην επαρχία κι αποκομμένη από όλους τους γνωστούς ,δίπλα σ έναν άνδρα με επιφανή θέση ,αναγκασμένη να παίζει τον ρόλο της παντρεμένης κυρίας που ασφυκτιούσε στο σπίτι και στα γιορτινά τραπέζια που έπρεπε να παρίσταται. Ηταν η μικρούλα μιας παρέας μεσήλικων ανθρώπων που ήξερε να χειρίζεται και να σαγηνεύει χρόνια τώρα. Εύκολη δουλειά γι αυτήν να τους έχει όλους στα πόδια της χωρίς να την ενδιαφέρει για τα κουτσομπολιά που φούντωναν πίσω της εκ μέρους των συζύγων τους. Έπαιζε ακόμη μια φορά ρόλους που στο βάθος σιχαινόταν. Περνούσε την ημέρα της μέσα στην πλήξη ψωνίζοντας άχρηστα πράγματα και τα βράδια φορούσε όλα αυτά που στερήθηκε χρόνια κι έβγαινε έξω καθημερινά. Ο σύζυγός της καμάρωνε υπερήφανος για το μπουμπούκι που του έλαχε και της επέτρεπε τα πάντα .Οταν μάλιστα ήρθε να εγκατασταθεί κι ο καλότατος μονίμως μαζί τους η Χαρά απεγκλωβίστηκε τελείως από τις υποχρεώσεις. Η παραδουλεύτρα φρόντιζε το σπίτι , ο καλότατος μαγείρευε και τα βράδια έπαιζε με τον αγιότατο ατέλειωτες ώρες τάβλι βλέποντας ειδήσεις κι η Χαρά βολόδερνε από φιλενάδα σε φιλενάδα ψάχνοντας την αιτία που δεν έμενε έγκυος. Άρχισε να επισκέπτεται γιατρούς στην Αθήνα, να δημιουργεί ερωτικές σχέσεις με διάφορους άντρες και κάποια στιγμή ήρθε το πολυπόθητο. Ηταν έγκυος. Μου τηλεφωνούσε όλο αυτό το διάστημα αλλά είχαμε ηδη απομακρυνθεί αρκετά. Ζήτησε να με δεί θυμάμαι τότε μετά από πάρα πολύ καιρό. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη ταξιδεύοντας ατέλειωτες ώρες με το αμάξι της κι είδα μια Χαρά αγνώριστη.
Ντυμένη με υπερβολικά ακριβά φανταχτερά ρούχα, φορτωμένη χρυσαφικά, με μπογιατισμένο κυριολεκτικά πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά ,θύμιζε γυναίκα πενηντάρα και κακόγουστη μ όλα αυτά που ήταν φορτωμένη και ας ήταν τότε μόλις είκοσι τριών χρονών. Μετά από τον καφέ μας όμως και περπατώντας στην παραλία καθώς γυρίζαμε στο σπίτι ,με τράβηξε σ ένα απ τα παγκάκια που καθόμασταν παλιά κι εκεί ένοιωσα πως καταρρέει ένας άνθρωπος. Ποτέ στην ζωή μου ξανά δεν άκουσα γυναίκα να κλαίει τόσο σπαρακτικά, τόσο βαθειά απ την ψυχή της ,τόσο απεγνωσμένα. Μαζί της έκλαιγα κι εγώ βουβά κρατώντας την αγκαλιά ,ένωνα τα δάκρυά μου με τα δικά της ώσπου σταμάτησε ,καταλάγιασε και με κοίταξε.
«Σε λέρωσα κι έγινες σαν κλόουν » μου είπε χαμογελώντας κι άρχισε να με σκουπίζει μ ένα χαρτομάντιλο.
Εκεί σ εκείνο το παγκάκι που ακόμη υπάρχει και το προσπερνώ πολλές φορές και τώρα, μου είπε , ότι δεν ήξερε από ποιόν άντρα προέρχεται το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Φυσικά δεν την ένοιαζε, φυσικά δεν την απασχολούσε καθόλου με ποιόν ήταν πιασμένο αυτό το παιδί. Απλά έπρεπε να το φέρει στον κόσμο. Το ήθελε ο καλότατος, ο αγιότατος και οι συμπαρομαρτούντες .Κι έτσι έγινε.
Συνεχίζεται