Μήκος: 25 ως 50 εκ. η μεγάλη, 15 ως 25 εκ. η μικρή.
Χρώμα: η μεγάλη: καφεδί ανοιχτό με λεπτές λοξές γραμμές σκούρες ή μαύρες στα πλευρά και πιο λεπτές γαλάζιες, σπασμένες ενδιάμεσες.
Η μικρή: γκρίζο κιτρινωπό, κοιλιά πιο ανοιχτή σχεδόν άσπρη.
Το σώμα τους είναι στενόμακρο, συμπιεσμένο στα πλευρά, τα μάτια τους σχεδόν στην κορυφή του κεφαλιού, το στόμα τους λοξό προς τα κάτω.
Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο της μεγάλης είναι σκούρο, σχεδόν μαύρο, έχει 6 αγκαθωτές ακτίνες με δηλητηριώδεις αδένες στη βάση. Έχει επίσης από ένα φαρμακερό αγκάθι πάνω από κάθε μάτι –«ως και στα φρύδια της»– λένε οι ψαράδες, καθώς και στα βραγχιακά επικαλύμματα. Το δεύτερο ραχικό πτερύγιο καθώς και το εδρικό είναι μαλακά. Έχει λέπια μικρά και στρογγυλά, στρωμένα λοξά.
Η μικρή τής μοιάζει αρκετά, έχει το ίδιο μαύρο φαρμακερό ραχιαίο πτερύγιο αλλά όχι αγκάθι πάνω από τα μάτια. Είναι το δηλητήριό της ωστόσο πιο δυνατό.
Το κέντρισμα της δράκαινας με τ’ αγκάθια της ή και απλό απρόσεχτο άγγιγμα όταν είναι πια ψόφια προκαλεί δυνατούς πόνους, πρήζεται το χτυπημένο σημείο, μπορεί να φέρει πυρετό κι άλλες περιπλοκές. Η επάλειψη με υπερμαγγανικό κάλι ανακουφίζει κάπως και προλαβαίνει τις περιπλοκές. Οι ψαράδες σκοτώνουν τις δράκαινες με κοπάνισμα στο κεφάλι, κόβουν τ’ αγκάθια πριν τις ξεμπλέξουν από τα δίχτυα ή τις τραβήξουν απ’ τ’ αγκίστρι.
Είναι ψάρι του βυθού, ζει χωμένη στην άμμο, παραμονεύοντας μικρόψαρα, γαριδάκια κλπ.
Υπάρχουνε πολλές στα νερά μας. Πιάνονται με
παραγάδια, δίχτυα,
καθετές· το κρέας τους προπάντων βραστό για σούπα πολύ νόστιμο.