Οι Έλληνες του δρόμου
2.12.2010 
Τελευταίως βάλαμε πολλά θέματα στο τραπέζι. Περί ανασυγκρότησης του κράτους, αναθεώρησης των προτεραιοτήτων μας, επαναξιολόγησης των αρχών και αξιών που διέπουν την καθημερινότητά μας. Όλα καλά, όλα ωραία και μακάρι να ευοδωθούν. Ομολογώ όμως ότι αρκεί να κάνω πέντε μέτρα έξω από την πόρτα μου για να ξαναχάσω την όποια αισιοδοξία μού γεννάνε συζητήσεις για τη «νέα Ελλάδα» και τον «νέο Έλληνα». Θα φέρω ένα απλό παράδειγμα: Για ποια αλλαγή προς το καλύτερο μιλάμε, τη στιγμή που κανένας, σχεδόν κανένας, οδηγός αυτοκινήτου δεν φρενάρει για να περάσω απέναντι, παρά με το που με βλέπει να κατεβαίνω από το πεζοδρόμιο γκαζώνει για να προφτάσει πριν από εμένα; Και θα το κάνει, ακόμη και αν χρειαστεί να με πάρει μαζί του. Ένας λιγότερος, τι έγινε; Κοντολογίς, εδώ οι συμπολίτες μου θέλουν να με σκοτώσουν, πώς να πιστέψω ότι επιθυμούν τη συνεργασία μου με σκοπό την ευημερία του συνόλου;

Χρησιμοποιώ (ακραίες, αλλά όχι και τόσο σπάνιες) σκηνές από την οδική συμπεριφορά των νεοελλήνων, γιατί θεωρώ ότι αντανακλούν πρόδηλα την αγωγή μας. Από τα ταξίδια μου σε ουκ ολίγες χώρες της Ευρώπης είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι οι made in Greece οδηγοί είναι οι αγενέστεροι όλων. Να υποθέσω ότι όταν παρκάρουν το αυτοκίνητό τους τα μάγια που τους είχαν μετατρέψει σε τέρατα της ασφάλτου λύνονται και άπαντες γίνονται πάλι υποδείγματα πολιτισμού και ευγένειας; Οι ιδανικοί άνθρωποι που θα εργαστούν για την αναγέννηση της χώρας; Το άλλο με τον Τοτό το γνωρίζετε, είμαι σίγουρος...

Πεζός από άποψη (δεν το έχω σε τίποτε να πάω περπατώντας από το Πεδίον του Άρεως στο Καλαμάκι ή στο Περιστέρι), θεωρώ ότι βρίσκομαι ακόμη στη ζωή, όχι τόσο επειδή είμαι πολύ προσεκτικός αλλά περισσότερο από καθαρή τύχη. Καθημερινά διασχίζω ένα πεδίο μάχης: με βίαια κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, φρεναρίσματα («τι θέλει και περνάει τώρα ο π...ς;»), με τρελά γκάζια (όποιος πετύχει τους περισσότερους κερδίζει), με καλοστοχευμένες μούντζες («πάρ' ταααα!»). Πάρ' τα, να σου βρίσκονται! Εκεί που περπατάς, προτού συνειδητοποιήσεις τι έχεις κάνει αρχίζουν να σε βρίζουν: «Φανάριιιι, μαλάκααα!». Το είχα δει το φανάρι ο μαλάκας: Αναβόσβηνε ο Γρηγόρης που μου έλεγε «πέρνα με προσοχή» και που έλεγε στον οδηγό «πέρνα και εσύ αφού περάσει ο πεζός, τον οποίο υπολογίζουμε λίγο παραπάνω». Ποιος τον ακούει όμως;

Σχεδόν κανένας. Και καμία. Γιατί και οι γυναίκες οδηγοί στη συμπεριφορά τους παίρνουν συχνά κάτω από το μηδέν. Δεν αναφέρομαι τόσο στο πώς οδηγούν (η επιδεξιότητα στο τιμόνι είναι άλλο θέμα), αλλά κυρίως στο πόσο αγοραία συμπεριφέρονται. Αυτές οι έξαλλες μαινάδες, που ξεχύνονται στους δρόμους για να πατήσουν μέχρι τέρμα το γκάζι, να μουντζώσουν και να εξευτελίσουν με τα απύλωτα στόματά τους τις γιαγιάδες και τους παππούδες που δεν μπορούν να τρέξουν από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο σαν γαζέλες, για να γλιτώσουν, πρόκειται να γεννήσουν και στη συνέχεια να διαπαιδαγωγήσουν τις επόμενες γενιές οδηγών (και όχι μόνο); Αλίμονο.

«Σκατόγρια» αποκάλεσε τις προάλλες μία από εκείνες τη θεία Ιουλία. Που, και να φταίει η «σκατόγρια», σέβεσαι τα χρόνια της, καταπίνεις τη γλωσσάρα σου και πατάς φρένο. «Από τότε που ήρθαν οι Αλβανίδες ξεφύγαμε, που κακό χρόνο να ʼχουν» σχολίασε η θεία μέσα στον εκνευρισμό της και ενώ ψηλαφιζόταν για να δει αν χέρια, πόδια, αφτιά είχαν μείνει στη θέση τους στο πέρασμα του τυφώνα Κούλα, Σούλα, Τσούλα, όπως και αν την έλεγαν την καμικάζενα. «Αλβανίδα ήταν;» ρώτησα. «Πού θες να ξέρω;». «Τότε γιατί βρίζεις τις Αλβανίδες;». «Από κεκτημένη ταχύτητα. Από τα νεύρα μου. Γιατί έτσι! Άσε με!». Έχουμε ως λαός την τάση να ρίχνουμε το άδικο στους άλλους... Κυρίως όταν φταίμε εμείς.

Μέσα σε όλα, οι ποδηλάτες, οι οποίοι διεκδικούν το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ασφαλώς στην πόλη. Τους καταλαβαίνω απόλυτα, δεν μπορώ όμως να τους συνεριστώ τη στιγμή που δεν έχουν διασφαλιστεί ούτε καν τα δικαιώματα των πεζών. Οι οποίοι πεζοί, αμ δέχονται επιθέσεις από τους μοτοσικλετιστές, αμ έχουν και τα «ντριν ντριν» των ποδηλάτων στην πλάτη τους, όταν περπατάνε στα πεζοδρόμια. Διωκόμαστε από παντού. Πώς να αντιδράσουμε; Να αρχίσουμε να σπάμε παρμπρίζ; Ή να ανοίξουμε έναν λάκκο στο χώμα και να ενταφιαστούμε οικειοθελώς, ώστε να μην ενοχλούμε τους άρχοντες των τροχών με την παρουσία μας στους δρόμους τους; Υπάρχει δεν υπάρχει λύση, ακόμη και αν χρεώσουμε την απερίγραπτη αγένεια και γαϊδουριά των οδηγών στα άθλια οδοστρώματα, στις αγχωτικές συνθήκες οδήγησης κτλ., κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει άλλοθι. Όλο αυτό το αλαλούμ είναι η περίτρανη απόδειξη της εξαθλίωσής μας, της μεταμόρφωσής μας σε πλάσματα αγενή και βίαια.

Με την ευκαιρία: Να... ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον οδηγό του λεωφορείου που ενώ είδε από το καθρεφτάκι του την μπαστουνοκρατούσα θεία Ιουλία να πασχίζει να φτάσει ως την ανοιχτή πόρτα την έκλεισε και έφυγε, για να μην καθυστερήσει για μερικά δευτερόλεπτα το δρομολόγιό του. Είναι ο ίδιος οδηγός που όταν τον απολύσουν, λόγω περικοπών, θα ζητήσει τη συμπαράσταση της θείας και των άλλων ηλικιωμένων που έχει εγκαταλείψει στις στάσεις. Και που αν δεν του τη δώσουν, θα τους χαρακτηρίζει φασίστες, ο αρχιφασίστας, που έπιασε ένα τιμόνι και νομίζει ότι έγινε ο βασιλιάς του κόσμου.

ΥΓ. Ναι, η συμπεριφορά του πεζού, που αντί να περάσει από τη διάβαση επιλέγει το πιο κακοφωτισμένο και πιο επικίνδυνο μέρος του δρόμου και απαιτεί, με ένα σήκωμα του χεριού του, να σταματήσει η κυκλοφορία ώσπου να φτάσει απέναντι, είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers