Tην ημέρα που οι ταξιτζήδες, διαμαρτυρόμενοι για το επικείμενο άνοιγμα του επαγγέλματός τους, έκλειναν τους δρόμους προς το αεροδρόμιο και προς το λιμάνι του Πειραιά, δυσκολεύοντας τη ζωή μας, και ενώ άκουγα στο ραδιόφωνο δημοσιογράφους επιφορτισμένους με το σχετικό ρεπορτάζ να προσπαθούν να εξηγήσουν τι οδήγησε τη «συμπαθέστατη τάξη των ταξιτζήδων» σε αυτήν την επιεικώς απονενοημένη ενέργεια, θυμήθηκα τα λόγια μιας αυστριακής φίλης που έρχεται κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα. «Δεν ξέρω τι θέλει να τους κάνει η κυβέρνηση, αλλά ό,τι και αν είναι, όσο αυστηρό και άδικο και αν μοιάζει, καλά θα τους κάνει!» έλεγε προσφάτως, με τις τρίχες της κεφαλής της σηκωμένες, καθώς είχε περάσει τρεις μαρτυρικές ημέρες στους δρόμους και στα ταξί της Αθήνας. Τρεις ημέρες κατά τις οποίες η συμπαθέστατη τάξη των ταξιτζήδων την είχε ταλαιπωρήσει (κάνοντας παρακάμψεις επί παρακάμψεων για να εξυπηρετεί και άλλους πελάτες που έπαιρνε κατά τη διαδρομή – χωρίς να τη ρωτήσει), την είχε κλέψει (ξεχνώντας ξανά να βάλει το ταξίμετρο και ζητώντας της φανταστικά ποσά), την είχε ειρωνευτεί («τι τα θέλεις, δεσποινίς, τα 20 λεπτά ρέστα, να τα βάλεις στον λογαριασμό σου στην Ελβετία;»), την είχε στολίσει με εκφράσεις που δεν μπορώ να δημοσιεύσω.
Η αλήθεια είναι ότι (για να περάσουμε και σε ζητήματα… γλώσσας) όσο και αν ο συγκεκριμένος ταξιτζής τής τα είπε φάτσα φόρα (όταν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί που δεν της έδινε απόδειξη) στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα, έχουμε έναν τελείως διαφορετικό και άκρως ιδιαίτερο τρόπο για να εκφράζουμε πλαγίως εκείνο που θέλουμε να πούμε· για να το κουκουλώνουμε εντέχνως, ώστε να προφταίνουμε τις όποιες αντιδράσεις. Καταφέρνοντας, την ίδια στιγμή, να κάνουμε (υπογείως) εμφανή την άποψή μας. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί η έκφραση «συμπαθέστατη τάξη των ταξιτζήδων»; Άλλο λέει και άλλο εννοεί, όχι; Πίσω από την επιδερμική συμπάθεια την οποία εκφράζουν τα ευγενικά λόγια μας (επειδή πράγματι δεν θέλουμε να προσβάλουμε ή επειδή φοβόμαστε μη φάμε καμιά ξανάστροφη από τον… συμπαθέστατο;) είναι εμφανής η αμηχανία μας, το κράτημά μας, ακόμη και η αντιπάθειά μας. Γιατί οι ταξιτζήδες έχουν καταφέρει με αποκλειστικά δική τους ευθύνη να γίνουν σε μεγάλο βαθμό αντιπαθητικοί – όπως και πολλοί άλλοι συμπαθέστατοι επαγγελματίες αυτής της χώρας, χωρίς να εξαιρέσω από τον κατάλογο τη «συμπαθέστατη τάξη των δημοσιογράφων» (και αυτό θα το έχετε ακούσει στα δελτία ειδήσεων), στην οποία ανήκω.
Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω όσα έχουν κατά διαστήματα γραφτεί ξανά και ξανά στον Τύπο, τις καταγγελίες που έχουν ακουστεί από τα δελτία ειδήσεων για κακή συμπεριφορά των οδηγών προς τους πελάτες, για «πειραγμένα» ταξίμετρα, για τσιγάρα πεισματικά αναμμένα, για επιλογή πελατών, για, για, για… Όλα αυτά τα γνωρίζει πολύ καλά η ένωσή τους, τα γνωρίζουν τα συνδικαλιστικά όργανά τους. Παρατηρώ όμως για άλλη μία φορά ότι και οι ταξιτζήδες (όπως τόσοι άλλοι σε αυτήν τη χώρα) έχουν μόνο δικαιώματα (να μην τους κόψουμε το τσιγάρο, να τους αφήνουμε να κυκλοφορούν και να παρκάρουν παντού, να μην πειράξουμε τις άδειές τους, να μην τους φορέσουμε υποχρεωτικά ζώνες ασφαλείας), όταν την ίδια στιγμή κανένας από τους φορείς τους δεν ασχολείται με τις υποχρεώσεις τους, εν προκειμένω με τη βελτίωση των κακών παροχών τους: τη συμπεριφορά τους, την καθαριότητά τους και την καθαριότητα των οχημάτων τους κτλ. Με τέτοιες λεπτομέρειες ουδείς καταπιάνεται. Το δίκαιο του πελάτη δεν το συζητάμε καν, ας το πάρουμε απόφαση ότι σε αυτήν τη χώρα δεν θα το βρει ποτέ. Το δίκαιο όμως του εργάτη για άλλη μία φορά οι ανά την Αθήνα «ταρίφες» το διεκδικούν με τον πιο άγαρμπο και εχθρικό προς την κοινωνία τρόπο. Χωρίς να μπορούν να καταλάβουν ότι μια κοινωνία, που όλα αυτά τα χρόνια βλέπει κυρίως το αρνητικό πρόσωπό τους, δεν μπορεί να είναι μαζί τους, είναι απέναντί τους. Ειδικά όταν συνεχίζουν να την προκαλούν με κινητοποιήσεις όπως εκείνη της περασμένης εβδομάδας.
Ως άνθρωπος που χρησιμοποιώ ταξί αρκετά συχνά, αισθάνομαι απέραντη ανακούφιση όποτε διαπιστώνω ότι το όχημα στο οποίο επιβιβάστηκα μοσχομυρίζει ή ότι ο οδηγός του είναι ένας ευγενικός, χαμογελαστός, πολιτισμένος άνθρωπος, με τον οποίο μπορείς να ανταλλάξεις μερικές κουβέντες. Κρίμα που αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Τις περισσότερες φορές… ας το αφήσουμε. Κρίμα, επίσης, που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου εκείνον τον ταξιτζή... Που όταν του ζήτησα να περιμένει πέντε λεπτά έξω από το «Ελπίς», ώσπου να καταφέρει να επιβιβαστεί ο βαριά άρρωστος πατέρας μου για να διακομιστεί σε άλλο νοσοκομείο, δυσανασχέτησε έντονα («βρες άλλον, εγώ δεν περιμένω μέσα στη ζέστη») και δέχτηκε να μείνει (πάντα μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του) μόνο όταν του έδωσα προκαταβολικά 20 ευρώ. Λίγο αργότερα έμαθα ότι η μητέρα μου, με το που έφτασαν στον προορισμό τους (τρία χιλιόμετρα απόσταση) τον ξαναπλήρωσε, χωρίς να γνωρίζει ότι το είχα κάνει ήδη εγώ. Εκείνος πήρε τα χρήματα (10 ευρώ) και έφυγε. Από τότε μέχρι σήμερα (έχουν περάσει αρκετά χρόνια), δεν παύω να λυπάμαι για λογαριασμό του. Και να τον θυμάμαι έντονα όποτε γίνεται λόγος για «τα δίκαια αιτήματα του κλάδου» του. (Τι να κάνω; Όσο και αν θέλω να το εξετάσω ψυχρά το θέμα, είναι αυτό το άτιμο το συναίσθημα…).