Αστυνομικές ιστορίες
17.3.2011 
Παρακολουθούσα, μερικές ημέρες πριν, σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή, ρεπορτάζ για τη δολοφονική επίθεση που δέχτηκαν οι άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ στου Ρέντη – θέμα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας. Ο παρουσιαστής έβγαλε στον αέρα μητέρα αστυνομικού, ο οποίος δεν είχε εμπλοκή στο τραγικό συμβάν. Η γυναίκα αναστατωμένη και συγκινημένη, σχεδόν κλαίγοντας, μιλούσε για τη δύσκολη καθημερινότητα του παιδιού της, για την ανησυχία της κάθε φορά που εκείνο πηγαίνει στη δουλειά. Για να πει, μεταξύ άλλων, όταν η κουβέντα έφτασε στο θέμα των χαμηλών αποδοχών του: «Παίρνει ψίχουλα, ενώ έχει πολλά έξοδα για την υπηρεσία του. Ακόμη και τις χειροπέδες, με δικά του λεφτά τις αγοράζει!». Από εκείνη την ημέρα παρατηρώ τις χειροπέδες που φέρουν οι της ΕΛ.ΑΣ. περασμένες στη ζώνη τους με άλλο μάτι. Ανησυχώ για λογαριασμό τους, μην τις χάσουν σε καμιά καταδίωξη και μετά πρέπει να τις διπλοπληρώσουν, οι καημένοι. Όταν όμως μοιράστηκα την ανησυχία μου με τη θεία Ιουλία, εκείνη με κοίταξε μάλλον αγριεμένη: «Μήπως θες να κάνουμε και έρανο για να συγκεντρώσουμε το ποσό που απαιτείται για την αγορά των νέων κλομπ τους; Για να μπορούν να μας βαράνε με μαραφέτια τελευταίας τεχνολογίας, από εκείνα που πονάνε αλλά δεν αφήνουν σημάδια».
 
Ήταν η ίδια θεία Ιουλία που το προηγούμενο βράδυ, ακούγοντας αστυνομικούς και συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. να καταγγέλλουν τη δυσχερή καθημερινότητά τους, να παραπονιούνται για τις ισχνές αποδοχές τους και να περιγράφουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν με την αύξηση της εγκληματικότητας, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για «τα καημένα τα παλικάρια!». Έτοιμη, όπως τόσοι άλλοι, να επισκεφθεί με λουλούδια και κεριά το σημείο του μακελειού. Δύο κατευθύνσεων και εκείνη, σχιζοφρενικά αντίθετων: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» στις πορείες, σοκ και δέος όποτε οι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» πληρώνουν με τραυματισμούς και στη χειρότερη των περιπτώσεων με την ίδια τους τη ζωή την επαγγελματική επιλογή τους, το λειτούργημά τους, όπως θέλετε πείτε το. Τελικά, αυτή η περίφημη κοινή γνώμη είναι δίπλα τους ή απέναντί τους; Τους συμπαθεί ή τους απεχθάνεται; Τους έχει ανάγκη ή όχι;
 
Ας το πιάσουμε αλλιώς και ας αναρωτηθούμε: Πώς διαμορφώνεται η κοινή γνώμη; Με βάση το συναίσθημα; Με βάση τις καθημερινές ανάγκες μας; ΄Η είναι απλώς «καθοδηγούμενη» από πολιτικούς, ΜΜΕ και άλλους τέτοιους… ύποπτους μηχανισμούς; Η λογική μού λέει ότι συναίσθημα, ανάγκες, εξωτερικές επιρροές και ένα σωρό άλλοι παράγοντες αλληλεπιδρούν και ότι ο εγκέφαλος παίρνει την τελική απόφαση (η οποία θα επιβάλει και τις συμπεριφορές μας), αφού πρώτα επεξεργαστεί όλα τα δεδομένα. Ποια όμως λογική (του παραλόγου) μάς κάνει τη μία να εκφραζόμαστε με βδελυγμία για τους αστυνομικούς και την άλλη να τους αγκαλιάζουμε με τη στοργική ανησυχία μας για τις ζωές τους, όπως είδα να γίνεται τις τελευταίες ημέρες;
 
«Είναι απλό» επιμένει η θεία: «Όταν διαδηλώνω επειδή έχουν καταντήσει την κάποτε αξιοπρεπή σύνταξή μου σε χαρτζιλίκι της πείνας και με ψεκάζουν με το δακρυγόνο στα μούτρα, λες και έχουν απέναντί τους τον Παλαιοκώστα, είναι δολοφόνοι, όταν τους δολοφονούν ενώ κάνουν τη δουλειά τους, τους αισθανόμαστε δικούς μας ανθρώπους, δεν μπορούμε να μην τους πονέσουμε». «Θεία μου, είναι τρελό αυτό που λες. Εξάλλου, τη δουλειά τους κάνουν και όταν σε ψεκάζουν». «Πώς σου αρέσει να με μπερδεύεις!». Εν προκειμένω, δεν το έκανα επίτηδες, είμαι και εγώ μπερδεμένος, προσπαθώ να βάλω μια τάξη: Ο μαθητής, ο Γρηγορόπουλος, ήταν θύμα της βίας των αστυνομικών, εκείνων δηλαδή που θα έπρεπε να φροντίζουν για την ασφάλειά του. Οι προσφάτως εκτελεσμένοι αστυνομικοί είναι επίσης θύματα βίας, τους δολοφόνησε το οργανωμένο έγκλημα. Αυτοί όμως κάνουν ένα επάγγελμα που έχει το ρίσκο του θανάτου, ενώ το παιδί… Τι κάνω τώρα; Προσπαθώ να αποφασίσω ποιος θα ήταν πιο δίκαιο ή άδικο να πεθάνει; Φυσικά, κανένας!
 
«Αυτό ακριβώς! Καταλαβαίνεις τώρα τι σου λέω; Τον δολοφονημένο δεν μπορείς να μην τον λυπηθείς, δεν μπορείς να μην τον κλάψεις, όποιος και αν είναι, ακόμη και αν κάποτε τον είχες απέναντί σου, να σε σημαδεύει!». Υπό αυτήν την οπτική, την κοινή γνώμη τη διαμορφώνει (κυρίως) το συναίσθημα: Οι αστυνομικοί έπεσαν θύματα, οπότε είναι δικοί μας. Και ας στέκονταν απέναντί μας όταν κατεβαίναμε στις πορείες. «Εξάλλου, μια δουλειά έκαναν και αυτοί, παιδί μου, για να ζήσουν τις οικογένειές τους…». Τα έχει πράγματι ξεχάσει τα δακρυγόνα που έφαγε τις προάλλες, όταν καθ' οδόν προς το κομμωτήριο βρέθηκε ανάμεσα σε ΠΑΜΕ και ΜΑΤ. Ξεχνάνε εύκολα, όχι το ΠΑΜΕ και τα ΜΑΤ, η θεία Ιουλία και η κοινή γνώμη. Ειδικά όταν βρίσκονται υπό την επήρεια σοκ. Είναι, νομίζω, καλό να αφήνεις πίσω τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να σκύβεις με ανθρωπιά επάνω από εκείνον που έχει πέσει. Ακόμη καλύτερα όμως θα ήταν αν στη σκέψη μας, στις συμπεριφορές μας υπήρχε μέτρο. Τελικά, εκεί καταλήγω: Ό,τι λείπει από την κοινή γνώμη (και από εκείνους που εν μέρει την καθοδηγούν), για να έχει συνέπεια και ισορροπία, είναι το μέτρο. Φάνηκε αυτό και από τον αμετροεπή τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε την υπόθεση του Ρέντη. Με παραφορά. Με την παραφορά που χαρακτηρίζει πλέον τις ζωές μας: και η χαρά, και η λύπη, και η γιορτή, και το πένθος στα άκρα. Ακραία θυμωμένοι, ακραία θλιμμένοι, ακραία θιγμένοι, ακραία διαμαρτυρόμενοι, βολοδέρνουμε σε μια ακραία καθημερινότητα. Έτσι όμως χάνεται η πραγματική αίσθηση των πραγμάτων. Έτσι χάνουν τα γεγονότα τη ρεαλιστική τους διάσταση, η λέξη ήρωας τη σημασία της, οι ιδεολογίες την αξία και τη δύναμή τους. Έτσι χάνουμε τα αβγά και τα πασχάλια…
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers