Παρακολουθώντας για άλλη μια φορά τα μπες-βγες του Λάκη Γαβαλά στα κρατητήρια για χρέη στο Δημόσιο, σκέφτηκα ότι αυτή η οπερέτα δεν με αφορά καθόλου. Είμαι κάθετα αντίθετος στον δημόσιο εξευτελισμό οποιουδήποτε, όποιο και αν είναι το έγκλημά του. Και δεν εκτιμώ ένα κράτος που χρησιμοποιεί τη διαπόμπευση των ανθρώπων, επωνύμων ή μη, προκειμένου να αποδείξει ότι κάνει σωστά τη δουλειά του. Που εν προκειμένω, ας μη γελιόμαστε, δεν την κάνει. Θα την έκανε αν δεν υπήρχαν εκατοντάδες (και χιλιάδες) Γαβαλάδες. Θα την έκανε, έστω την τελευταία στιγμή, αν κατάφερνε να τους αποσπάσει τα (τεράστια) ποσά που οφείλουν, και ας μη μαθαίναμε ποτέ τα ονόματά τους. Εν κατακλείδι, δεν θέλω να ξέρω ποιος χρωστάει, θέλω να μη χρωστάει κανένας, ειδικά τη στιγμή που καλούμαι εγώ, που ποτέ δεν χρωστούσα, να πληρώσω τα χρέη του. Υπάρχει και κάτι άλλο που με ανησυχεί: Αυτού του είδους τα πηγαινέλα των διασήμων στις εγκαταστάσεις της Ευελπίδων, με τις Burberry (ή ό,τι άλλο) εσάρπες τους να καλύπτουν τις χειροπέδες στα χέρια τους, θεωρώ ότι, εκτός από απάνθρωπα και εξευτελιστικά, είναι και επικίνδυνα. Επειδή στοχοποιούν τους ανθρώπους αυτές τις εποχές που τα μυαλά των περισσότερων βρίσκονται... στα κάγκελα, που τα άγρια ζώα της ζούγκλας μας είναι πιο πεινασμένα από κάθε άλλη φορά. Η στοχοποίηση μπορεί να έχει δραματικά αποτελέσματα: Ποιος μου λέει ότι κάποιος παρανοημένος δεν θα πλησιάσει τον εκάστοτε οφειλέτη για να τον υποχρεώσει να πληρώσει (όχι απαραιτήτως καταβάλλοντας χρήματα) για τα «κρίματά» του; Γι’ αυτό επιμένω: Ας μη μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους, αλλά ας φροντίσει επιτέλους το κράτος και να ξεμπερδεύουν με τις εκκρεμότητές τους.
Ωστόσο, όσο και αν προσπαθώ να κάνω τον υπεράνω, δεν κρατιέμαι... Δεν μπορώ να μην αναφερθώ εκτενέστερα στην περίπτωση του Λάκη Γαβαλά, μιας εκκεντρικής περσόνας, όπως τον έχουν χαρακτηρίσει, ενός κοσμικού κλόουν, θα έλεγα εγώ. Ο οποίος κατάφερε, εμπορευόμενος το αμφιλεγόμενο γούστο του σε μια κοινωνία από αρχοντοχωριάτες, να διακριθεί και να πλουτίσει. Αυτός ο κύριος ήταν πάντα, κατά τη δική μου εκτίμηση, μια περίπτωση επιεικώς κωμικοτραγική, γεγονός που επιβεβαίωσε και με τις τελευταίες (αποτρόπαιας αισθητικής) εμφανίσεις του στο τηλεοπτικό «Fab 5». Η εναγώνια προσπάθειά του να προκαλέσει, με γελοίες εμφανίσεις, αλλά και με δηλώσεις επιπέδου Μαντάμ Σουσού (τα ελληνικά του, απλώς απερίγραπτα), κάποιους τους διασκέδαζε, εμένα κυρίως μού προκαλούσε θλίψη. Και ήταν τέτοιος ο αυτοεξευτελισμός του όλα αυτά τα χρόνια, που η πρόσφατη (τρίτη στη σειρά) σύλληψή του, γεγονός που στιγματίζει τη ζωή και την υπόληψη οποιουδήποτε φυσιολογικού ανθρώπου, έμοιαζε με άλλο ένα αδιάφορο επεισόδιο μιας ανούσιας σαπουνόπερας. Ούτε τον λυπήθηκα, ούτε σοκαρίστηκα, ούτε φώναξα «μπράβο που τον ξεσκεπάσατε!», ούτε τίποτε. Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και πληρώνει τις συνέπειές τους. Εκεί που έγινα έξαλλος, όμως, ήταν όταν βρέθηκα εκ νέου αντιμέτωπος με το απερίγραπτο θράσος του. Ακόμη και τώρα, που περιστοιχισμένος από αστυνομικούς οδηγούνταν στη στενή με τη ρετσινιά του ανθρώπου που θησαύρισε εις βάρος του κράτους, εις βάρος μας, έκανε τον χαριτωμένο. Μιλούσε με νάζι για «όσους με αγαπάνε». Αρνούνταν να αναγνωρίσει τις ευθύνες του, λέγοντας ότι το πρόβλημα το έχει η «Λάκης Γαβαλάς ΑΕ» και «όχι το πρόσωπο Λάκης Γαβαλάς», λες και την εταιρεία του τη διοικούσαν εξωγήινοι, οι οποίοι, αφού έκαναν ό,τι έκαναν, έφυγαν για τον πλανήτη τους και δεν πρόκειται να τους ξαναδούμε ποτέ.
Μιλούσε με την ίδια... υπεράνω διάθεση, την ίδια έπαρση με την οποία είχαμε ακούσει, μερικές εβδομάδες πριν, να μιλάει άλλος ένας μεγαλοφοροφυγάς, ο Τόλης Βοσκόπουλος, όταν μετά την αποκάλυψη της δικής του ρεμούλας παραπονιόταν στις κάμερες: «Δεν με αγαπάτε». Εσάς, πάλι, γιατί να σας αγαπάμε, κύριέ μου; Επειδή κάποτε τραγουδήσατε την «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά»; Ποιος είπε ότι έκτοτε πρέπει να υποκλινόμαστε στο καλλιτεχνικό μέγεθός σας με βωβό θαυμασμό; Κάνοντας τα στραβά μάτια στις (για να το πω ευγενικά) παραλείψεις σας; Ε, όχι! Γιατί αν άνθρωποι όπως εσείς, τυφλωμένοι από τον αυτοθαυμασμό, δεν μπορούν να δουν πόσο φτηνοί και αναξιοπρεπείς γίνονται με τέτοιες συμπεριφορές, εμείς και βλέπουμε, και καταλαβαίνουμε, και έχουμε μια αξιοπρέπεια που δεν μας επιτρέπει να χειροκροτήσουμε το παιχνίδι σας. Και απορώ πραγματικά με όλους όσοι εφέτος έσπευσαν να χειροκροτήσουν τον κύριο Βοσκόπουλο, στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανίστηκε, δίνοντάς του «συγχωροχάρτι», τη στιγμή που θα έπρεπε να είναι πολύ θυμωμένοι μαζί του, που θα έπρεπε να δείξουν με την αποχή τους τη διαφωνία τους με τις οικονομικές τακτικές του. Όπως απορώ με εκείνους που εξακολουθούν να βρίσκουν αστείο τον Γαβαλά. Και που λένε, αναφερόμενοι στους Βοσκόπουλους και στους Γαβαλάδες αυτής της χώρας, «μαγκιά τους». Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι (και) τέτοιου είδους μαγκιές μάς έφεραν ως εδώ. Την ίδια στιγμή περιμένω, επιτέλους, από τους κυβερνώντες να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αυτό που μας έχουν τάξει: να τους βάλουν να πληρώσουν (ο Βοσκόπουλος, διάβασα, είναι σε... καλό δρόμο). Και όχι να τιμωρούν μονίμως εκείνους που έφταιξαν λιγότερό ή και καθόλου και που τώρα καλούνται να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, τη στιγμή που οι Λάκηδες, φορώντας τα πανάκριβα παπούτσια τους από δέρμα φιδιού, εξακολουθούν να χορεύουν κλακέτες γύρω από τη μυκονιάτικη πισίνα τους.