«Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ». Είναι η τελευταία επιθυμία μου. Θα την αφήσω γραπτώς σε εκείνους που θα μείνουν πίσω για να αποφασίσουν αν τα κόλλυβά μου θα είναι καλύτερα με τριμμένο μπισκότο (το βάζουν κάτι... ψαγμένες χήρες) ή άνευ, παραδοσιακά. Όχι ότι δεν επιθυμώ να ζήσω πολλά χρόνια ακόμη, αλλά όταν η κουβέντα αφορά «το τελευταίο της ζωής μου ταξίδιον» παραμένω υπέρμαχος της καύσης των νεκρών. Και καυτηριάζω με κάθε ευκαιρία την απροθυμία της Εκκλησίας (και των παραμάγαζών της) να την επιτρέψουν και στην Ελλάδα – γιατί, ας μη γελιόμαστε, οι παπάδες έχουν τον πρώτο και καθοριστικό λόγο στο καυτό θέμα.
Έχω δεχθεί «επιθέσεις» από αναγνώστες που δεν κατανοούν το... βίτσιο μου: άλλοι με χαρακτηρίζουν «εμμονικό» και άλλοι με ειρωνεύονται, καθώς «Όταν πεθάνεις, ό,τι και να σε κάνουν, εσύ δεν θα πάρεις πρέφα» – παρεμπιπτόντως, πού το ξέρουν, πώς είναι τόσο σίγουροι; Θα ήθελα πολύ να τους είχα όλους μαζί, γκρουπάκι χαρωπό, σε μια πρόσφατη εκταφή, σε νεκροταφείο της Αθήνας.
Οι πιο κυνικοί μπορεί και να διασκέδαζαν παρακολουθώντας την τραγικοκωμωδία, με τους συγγενείς να περιμένουν πάνω από τους τάφους να φθάσει η σειρά του δικού τους, και τη μία να θυμούνται τον εκλιπόντα (με την απόσταση των τριών και βάλε ετών από το μοιραίο να έχει θολώσει την εικόνα του, να έχει «γιάνει» τον πόνο τους), την άλλη να μιλάνε για το χαστούκι στη Λιάνα Κανέλλη. Με τους υπαλλήλους που είχαν αναλάβει το από δυσάρεστο ως αποκρουστικό έργο να σκάβουν με την άνεση που έχουν οι «Κηπουροί του Mega» (sorry, παιδιά) όταν φυτεύουν κολοκύθια, συζητώντας την ίδια στιγμή για τις εκλογές, για την επιστροφή στη δραχμή, για το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύρραξης. Με κάτι κυρίες που έχουν «“ξανοίξει” από καιρό τα μαύρα», και οι οποίες και έπρεπε (;) να παρίστανται στην εκταφή και δεν άντεχαν το σασπένς. Έτσι, κρυμμένες πίσω από ένα κυπαρίσσι, φώναζαν προς την πλευρά του σκαφτιά: «Καλέ, άμα χτυπήσετε ξύλο να μας το πείτε, να φύγουμε πιο πέρα...». Και δώσ’ του χτυπούσαν ξύλο οι ίδιες (τον κορμό του κυπαρισσιού) για να ξορκίσουν το κακό, τρέμοντας μη βγει ο Αντωνάκης από τον τάφο, ως ζόμπι, και τις πάρει μαζί.
Σουρεαλιστικό σκηνικό, σε καμία περίπτωση εκείνο που θα άρμοζε στη μνήμη όσων έφυγαν, την οποία «κανακεύει» η Εκκλησία με τα «υπέρ αναπαύσεως». Ποιας αναπαύσεως, πάτερ μου; Εδώ μιλάμε για εμπορικές συμφωνίες που κρατάνε χρόνια: πληρώνεις αδρά για τον τάφο, πληρώνεις για τα ευχέλαια, πληρώνεις για την παράταση, δίνεις χαρτζιλίκι σε εκείνους που σκάβουν στην εκταφή, δίνεις και στον παπά που έρχεται καμαρωτός με το παρασόλι του για να ψιθυρίσει τα δικά του και να διαβεβαιώσει ότι ο Αντωνάκης τώρα που έγινε στην κυριολεξία χους διάγει βίο ήρεμο στον Παράδεισο με τη σκέψη καρφωμένη στην απαρηγόρητη (που λέει ο λόγος) χήρα του – γιατί υπάρχουν και τα επικίνδυνα ουρί του Παραδείσου...
Αυτή, είπαμε, είναι η κωμική πλευρά της εκταφής – ενός ξένου, σε καμία περίπτωση του δικού σου ανθρώπου. Γιατί υπάρχει και η τραγική πλευρά, η οποία την ημέρα εκείνη επαναλήφθηκε επτά φορές. Επτά μνήματα στη σειρά θα άνοιγαν και οι επτά «ένοικοί» τους ανασύρθηκαν άλιωτοι. Με τους υπαλλήλους να σχολιάζουν με την ηρεμία του βετεράνου που τα μάτια του τα έχουν δει όλα: «Τις πιο πολλές φορές έτσι τους βγάζουμε, δεν τους χωνεύει πια το χώμα». Με τους συγγενείς να χάνουν το χρώμα τους. Και με το στραπατσαρισμένο σαρκίο του νεκρού να εκτίθεται σε κοινή θέα και στη συνέχεια να μεταφέρεται στο τέλος του νεκροταφείου σε κάτι πρόχειρους ρηχούς λάκκους «για να χωνευτεί εδώ πιο γρήγορα». Ούτε στο Αουσβιτς!
Η... τούρτα έχει βεβαίως και κερασάκι: εν προκειμένω τον σταυρό που καρφώνουν επάνω από τον νέο τάφο, για να μην ξεχνάμε ότι αυτή την αθλιότητα την επιβάλλει η θρησκεία. Γιατί ναι, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η εν Ελλάδι Εκκλησία δείχνει τον σεβασμό της προς τους νεκρούς της. Που, όταν μεταφέρονται από λάκκο σε λάκκο μέσα σε κατσιασμένα τσουβάλια ή σε σακούλες σκουπιδιών, έχουν δικαίωμα στην αιώνια ζωή, αλλά αν αποτεφρωθούν όχι.
Και για να περάσουμε από τα πνευματικά στα πρακτικά, επαναλαμβάνω μία ερώτηση που με απασχολεί κάθε φορά που η προσπάθεια για τη δημιουργία κρεματορίου αποτυγχάνει: γιατί επιμένουμε στα κορεσμένα νεκροταφεία, τη στιγμή που υπάρχει η λύση της καύσης; Όλοι γνωρίζουμε την απάντηση: είναι πολλά τα λεφτά που κερδίζουν οι έμποροι του θανάτου μας από την τουλάχιστον τριετή διαδικασία της αποχώρησής μας, αδιαφορώντας για τον πόνο και τη φρίκη που προκαλούν σε εκείνους που μένουν πίσω και που υποχρεώνονται να τα κάνουν όλα όπως πρέπει. Αθήνα, 2012. Ποιο έτος είπαμε; Γιατί με κάτι τέτοια νομίζω ότι επιστρέφουμε αιώνες πίσω.