Γνώριζα ένα ζευγάρι που καπάρωνε ξαπλώστρες, σε κοσμική παραλία της Μυκόνου, δυο-τρεις μήνες πριν από τις διακοπές του. «Για να προφτάσουμε τις μπροστινές, που εξαντλούνται γρήγορα» μου είχαν εξηγήσει. Δεν θυμάμαι το ακριβές αντίτιμο που κατέβαλαν για δύο εβδομάδες παρά θίν’ αλός, ήταν όμως υπολογίσιμο. Το κατέθετε στην τράπεζα ο σύζυγος. Τον είχα συναντήσει εκεί μια φορά, εκνευρισμένο, επειδή «ενώ είχα ζητήσει να μου κρατήσουν τις δύο ακρινές, κοντά στο μπαρ, χθες ειδοποίησαν ότι τις έχει κλείσει άλλος. Θα τους έδωσε μίζα και...». «Μίζα για τις ξαπλώστρες;». «Παίζονται χοντρά παιχνίδια» με είχε κοιτάξει με νόημα. Τον θυμήθηκα τις προάλλες. Στην ίδια τράπεζα βρισκόμουν την ημέρα κατά την οποία ο Ταγίπ Ερντογάν προέτρεπε τους Τούρκους να μη γίνουν σαν τους Έλληνες που ζητούν ελεημοσύνη. Περίμενα τη σειρά μου μπροστά στο ταμείο και, ακούγοντας από τα ακουστικά του κινητού μου, στο ραδιόφωνο, τις (ενοχλητικές) δηλώσεις του πρωθυπουργού της Τουρκίας, σχεδίαζα με τη φαντασία μου τον οδυνηρό θάνατό του.
Κρυφακούγοντας την ίδια στιγμή, με τη βιονική ακοή μου τη μεσήλικη κυρία που στεκόταν μπροστά μου, να ζητάει από την ταμία: «Δείτε πόσα έχω στο βιβλιάριο και πληρώστε αυτή τη ΔΕΗ». Η ταμίας κοίταξε το βιβλιάριο, κοίταξε και τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και, εμφανώς αμήχανη, απάντησε χαμηλώνοντας τη φωνή: «Τα χρήματα που έχετε στην κατάθεσή σας δεν επαρκούν. Υπολείπονται 8 ευρώ». «Δεν έχω άλλα, ό,τι βλέπεις». Αυτό το «δεν έχω» έσκασε στο κεφάλι μου σαν τον αστεροειδή 1999 RQ36, εκείνον που οι ειδικοί λένε ότι έχει αποκλίνει της πορείας του και μπορεί το 2135 να συγκρουστεί με τη Γη. Ξέχασα τον Ερντογάν και την Εμινέ με τις μαντίλες της. Στα μάτια μου ήρθαν εικόνες ασπρόμαυρες: γυναίκες θλιμμένες, σκαρφαλωμένες στα ερείπια των χορταριασμένων σπιτιών τους, καθισμένες σε εκείνα τα ανοιγοκλειόμενα σκαμνιά που έπαιρναν κάποτε στην εκκλησία, με σκελετωμένα σκυλιά στα πόδια τους, με γλάστρες γεμάτες μαραμένα λουλούδια, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει εγκατάλειψη. Νεορεαλισμός.
Σκέφτηκα ότι τέτοιες εικόνες, του ταλαιπωρημένου παρελθόντος της χώρας, που τις απαθανάτισαν κορυφαίοι φωτογράφοι, ζωντανεύουν ξανά με πρωταγωνιστές εμάς. Μπορεί σε κάποια να εμφανιστεί και το ζεύγος με τις ξαπλώστρες. Είχα μάθει ότι, θύμα και εκείνο της κρίσης και της κατάχρησης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί πια να δραπετεύσει στα κοσμικά ακρογιάλια. Ο σύζυγος, μάλιστα, πέρασε μερικές ημέρες στη στενή για χρέη. Τους φαντάστηκα παρηκμασμένους, με μαγιό φτηνά, ξαπλωμένους σε κάτι παραλίες που θυμίζουν Ασπρόπυργο και Ελευσίνα, με τη θάλασσα να έχει χρώμα ύποπτο, μυρωδιά ακόμη πιο ύποπτη και με ένα σαπισμένο τάνκερ, γερμένο στο πλάι, να ξερνάει τη σκουριά του μερικά μέτρα πιο πέρα. Το είχα από παιδί αυτό: με τα ερεθίσματα που μου έδιναν όσα συνέβαιναν γύρω μου έφτιαχνα εικόνες. Ποτέ, όμως, μέχρι σήμερα οι εικόνες μου δεν ήταν τόσο καταθλιπτικές. Τρία-τέσσερα χρόνια πριν, θα έγραφα ένα αστείο κομμάτι για τους αρχοντοχωριάτες, θα τους μετέτρεπα σε καρικατούρες και θα γελούσα. Τώρα, λυπάμαι για όσα τούς βρήκαν. Προσπαθώ ξανά να τους φέρω στο μυαλό μου, με όλες τις ακρότητές τους, αλλά και πάλι δεν βγαίνει γέλιο. Όλο και πιο δύσκολα έρχεται και στα δικά μου χείλη. Φταίει το ανέλπιδο που μου έχουν φορέσει, δεν αντέχεται...
Πάντως, εκείνος που ισχυρίστηκε ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία έλεγε βλακείες. Η κυρία μπροστά μου θα ήταν ευτυχής αν ο τραπεζικός λογαριασμός της επαρκούσε για τη ΔΕΗ. Και οι... ξαπλωστράνθρωποι θα ήταν ευτυχισμένοι αν μπορούσαν να κάνουν ξανά μπάνιο στη Μύκονο, δίπλα, ας πούμε, στη Νάντια Μπουλέ. Τώρα μπορούν μόνο να τη βλέπουν στις επαναλήψεις του «Black Οut» – αυτό κι αν δεν αντέχεται. Πολλοί θα πουν «καλά να πάθουν». Και εγώ ήμουν έτοιμος να το πω. Όμως, μέσα στο εθνικό μπλακάουτ, επιλέγω συνειδητά να μην κατακρίνω ούτε εκείνους που τα ήθελε ο κώλος τους: συνέταιροι είμαστε όλοι, όχι στην τρέλα του τραγουδιού, αλλά στη θλίψη των μνημονίων. «Κύριε, θα προχωρήσετε;» μια φωνή με συνέφερε από το δικό μου μπλακάουτ. Ηταν η σειρά μου. Η κυρία έφευγε χιλιοευχαριστώντας την ταμία, η οποία, όσο εγώ «ζωγράφιζα» με τη φαντασία μου τη θλίψη, έκανε κάτι καλύτερο: άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε οκτώ ευρώ και τα συμπλήρωσε στον ισχνό λογαριασμό της πελάτισσας ώστε να πληρωθεί η ΔΕΗ, «για να μην πηγαινοέρχεστε χωρίς λόγο». Βγαίνοντας από την τράπεζα, θυμήθηκα κάτι στίχους του Λειβαδίτη: «Α, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν / και αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε τον δρόμο». Σκέφτηκα ότι τελικά τον δρόμο τον δείχνουν οι άνθρωποι, εκείνοι που αντί να κατακρίνουν βοηθάνε. Έστω με 8 ευρώ, τα 8 ευρώ της χαμογελαστής κοπέλας του ταμείου. Έστω προσφέροντας δίπλα τους μια θέση στην άμμο – γιατί για ξαπλώστρα δεν μας περισσεύουν...