Η ζωή μου κρέμεται από ένα air condition. Eνα ιαπωνικής προέλευσης θαυματουργό κουτί, τοποθετημένο επάνω από τον καναπέ του σαλονιού. Ωστε όποτε παρακολουθώ «Sila» να καταλήγω με ψύξη στον σβέρκο. Εσχάτως εφαρμόζω κολπάκι: τοποθετώ στο πίσω μέρος του λαιμού μου, σαν κασκόλ, ένα πάνινο αρκούδι ονόματι Νάνα, αγορασμένο προ ετών στο αεροδρόμιο του Μονάχου, και καθαρίζω. Το... ζώο το άγριο αποκτά ουσιαστική χρησιμότητα: δέχεται το κρύο και εγώ γλιτώνω τις παρενέργειες της απευθείας έκθεσής μου στον παγωμένο αέρα. Όπως και να έχει, με Νάνα ή χωρίς, το air condition τις ώρες κατά τις οποίες βρίσκομαι σπίτι είναι διαρκώς αναμμένο. Στους 24 βαθμούς.
Απορώ πώς ζούσα χωρίς τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του. Και ανακαλώ εικόνες από το ’70, σε ένα Γκύζη γεμάτο μονοκατοικίες και ανασκαμμένους δρόμους – πρέπει να περνούσαν αποχετεύσεις ή κάτι άλλο. Με τον κόσμο να κρέμεται τον Αύγουστο από τα παράθυρα κάνοντας αέρα με βεντάλιες, εφημερίδες και περιοδικά. Νομίζω ότι ακούω πάλι εκείνο τον ομαδικό ουρανομήκη αναστεναγμό ανακούφισης τη στιγμή που περνούσε το φορτηγό που έβρεχε το οδόστρωμα... (δεν θυμάμαι γιατί γινόταν αυτό).
Στο γενικό σκηνικό κυριαρχεί η κυρία Κούλα, όχι του Μένη Κουμανταρέα, η δικιά μας η γειτόνισσα, κάπου από την Εύβοια, η οποία είχε προχωρήσει σε επαναστατικές ευρεσιτεχνίες προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη δροσιά: έβρεχε τα εσώρουχά της και τα φορούσε χωρίς να τα στύψει κάτω από τα ρούχα. Το αποτέλεσμα – μουσκεμένο ημιδιάφανο μπούστο και φούστα κολλημένη στα οπίσθια με τη λουλουδιασμένη, συνήθως, κιλότα να διακρίνεται ολοκάθαρα – θα μπορούσε να είναι άκρως σεξουαλικό αν η κυρία Κούλα παρέπεμπε π.χ. στη «Μαλένα» της Μόνικας Μπελούτσι.
Επειδή όμως από το Κούλα ως το Μόνικα απαιτούνταν ακόμη 20 πόντοι μπόι και πολλές δεκάδες κιλά μείον, το θέαμα ήταν κωμικό. Δηλαδή άκρως διασκεδαστικό για τις φαρμακόγλωσσες της γειτονιάς, που καθισμένες στις εισόδους τους σπιτιών τους, καθεμία στην ανοιγοκλειόμενη πάνινη πολυθρόνα της, περίμεναν το πέρασμά της για να σχολιάσουν το εσώρουχο που φορούσε: «Σήμερα έβγαλε τις μαργαρίτες, έβαλε τις φραουλίτσες» και να γελάσουν πίσω από την πλάτη της που «το παπάριασε πάλι το πράγμα της». Την ίδια στιγμή περνούσαν την πετσέτα τη βρεγμένη από το ντεκολτέ τους και από τις μασχάλες τους και παρακαλούσαν «να μπαχαρίσει λίγο, γιατί πάλι ολονυκτία θα κάνουμε...». «Ολονυκτία» με στρώματα στις ταράτσες και ροχαλητά από τα ανοιχτά παράθυρα, που έκαναν εμάς τα παιδιά να σκάμε στα γέλια. Ήταν η τάση των Ελλήνων να κολλάνε ο ένας το σπίτι του στο σπίτι του άλλου, που μας «ανάγκαζε» να ζούμε σαν μια (όχι πάντα αγαπημένη) οικογένεια, κυρίως το καλοκαίρι με τα ορθάνοιχτα παράθυρα και τις εξίσου ανοιχτές πόρτες «για να κάνει ρεύμα. Πρόσεξε, μη βγάλεις το βότσαλο από το παντζούρι, γιατί αν φυσήξει αέρας θα χτυπάει».
Αυτά όταν το σπίτι μου είχε παντζούρια. Τώρα έχει ρολά που ανεβοκατεβαίνουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Και εδώ, όπως και στην ψύξη, η τεχνολογία. Μόνο μη γίνει διακοπή ρεύματος και μπλοκάρουν, όπως την έπαθε η Αντιγόνη, η οποία πέρασε δύο ημέρες στο σκοτάδι, ώσπου να ευκαιρήσει ο μάστορας να περάσει. Κατά τα άλλα, με ρολά ηλεκτρικά ή με κουρτίνες με τζάμια μονά, διπλά ή τριπλά, τα σπίτια μας παραμένουν κολλημένα το ένα στο άλλο. Και αν τώρα δεν τολμάμε να κοιμηθούμε αφήνοντας ανοιχτά ώστε να ακούγονται τα ροχαλητά, τις ημέρες της πηχτής ζέστης η γειτονιά μου κάνει έναν περίεργο θόρυβο, σαν να ετοιμάζεται να απογειωθεί όλη μαζί, μασίφ, και να ανεβεί σε πιο ευάερες περιοχές της ατμόσφαιρας. Είναι το «φουρ φουρ» από δεκάδες... Γιαπωνέζους που αγωνίζονται να δροσίσουν σαλόνια και κρεβατοκάμαρες.
Έτσι κι εγώ, καθισμένος στο σαλόνι, με τη Νάνα στον σβέρκο μου και με το μαγικό κουτί να εργάζεται άοκνα, παρατηρούσα το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής έξω από την μπαλκονόπορτα τα απέναντι μπαλκόνια. Και σκεπτόμουν ότι με εξαίρεση έναν-δυο γείτονες που τους γνωρίζω από παιδί, όλοι οι άλλοι, εκείνοι που βλέπουν καθημερινά τι γίνεται μέσα στο σπίτι μου όπως και εγώ βλέπω τι γίνεται μέσα στα σπίτια τους (πολύ στενός ο δρόμος μας), μου είναι εντελώς άγνωστοι και αδιάφοροι. Καθένας κλεισμένος μέσα, «φυλακισμένος» στον μικρόκοσμό του, περιτριγυρισμένος από την επιθυμητή ψύξη αλλά και από την... ψύξη που καλλιεργείται πλέον στις γειτονιές της πόλης. Προς στιγμήν νοστάλγησα τις γειτόνισσες με τις πολυθρόνες. Μετά θυμήθηκα ότι έχω γλιτώσει από τα αδιάκριτα βλέμματά τους που έλεγχαν κάθε κίνησή μου. Όμως, όσο και αν δεν μου λείπει το κουτσομπολιό τους, κάτι από την παρουσία τους λείπει. Είναι η αμεσότητα και η ζεστασιά της ανθρώπινης επικοινωνίας τα χρόνια που όλοι ζεσταινόμασταν μαζί. Χρόνια που, στην εποχή του air condition όπου καθένας επιλέγει τη (χαμηλή) θερμοκρασία που επιθυμεί, τα επαναξιολογώ. Άραγε ζει η κυρία Κούλα; Αν ναι, θα είναι σχεδόν 90 ετών. Θα έχει, υποθέτω, και εκείνη air condition, ώστε να μη χρειάζεται να καταφεύγει σε ντεμοντέ μεθόδους του παρελθόντος...