Πλατεία Θεάτρου (του παραλόγου)
19.3.2009 
Οι εικόνες ξεπερνούσαν σε ωμότητα και ρεαλισμό τις ταινίες του Μίχαελ Χάνεγκε και του Ντάρεν Αρονόφσκι. Μόνο που αυτή τη φορά ήμουν και εγώ μέρος τους, δεν τις παρακολουθούσα αναπαυτικά καθισμένος σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα. Γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι. Διέσχιζα τη μικρή πλατεία. Παντού σκουπίδια. Θυμήθηκα κάτι εικόνες από το πολυπαινεμένο εσχάτως «Slumdog millionaire», με τις εξαθλιωμένες γειτονιές της Βομβάης. Πάλι κινηματογραφικά το προσέγγιζα το θέμα ή, μάλλον, με την ελαφρότητα του σινεφίλ. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί όταν έφτασε και η δυσάρεστη μυρωδιά στη μύτη μου, όταν πάτησα ένα σαπισμένο μάτσο μαϊντανό, κόλιανδρο και εγώ δεν ξέρω τι, κινδυνεύοντας να πέσω, όταν είδα την πατημένη γάτα στη μέση του δρόμου, κυρίως όταν συνειδητοποίησα τα απίστευτα που συνέβαιναν γύρω μου, επιβεβαίωσα (με τρόμο) ότι όχι, αυτή τη φορά το σκηνικό δεν είχε στηθεί σε κάποιο από τα στούντιο του Χόλιγουντ (ή του Μπόλιγουντ, αφού στα αφτιά μου έφταναν ινδικά και πακιστανικά τραγούδια). Το σκηνικό ήταν ένας πολύ κεντρικός δρόμος της Αθήνας. Και όλα αυτά που διαδραματίζονταν γύρω μου αφορούσαν την πόλη μου. Εμένα.


Κόσμος. Πολύς κόσμος. ΄Ανθρωποι πεσμένοι στα σκαλιά, στα πεζοδρόμια, ακόμη και καθισμένοι πάνω σε μαύρες σακούλες γεμάτες από σκουπίδια. ΄Ολοι σκιές του εαυτού τους. Αδύναμοι. Βρώμικοι. Ναυαγοί σε αυτό το αφιλόξενο, ρυπαρό, δύσοσμο λιμάνι. Με βλέμματα απλανή και με τη σύριγγα έτοιμη για χρήση. ΄Oχι, δεν ανακάλυψα εκείνη την ημέρα τα ναρκωτικά. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα άνθρωπο να τρυπιέται στον δρόμο, μπροστά μου. Ποτέ όμως δεν είχα βρεθεί στη μέση ενός οργίου τρυπημάτων. Δεν υπερβάλλω. Τα περισσότερα από εκείνα τα εξαθλιωμένα πλάσματα που με περιτριγύριζαν είχαν τη σύριγγα στο χέρι τους. Κάποια την έσπρωχναν ήδη μέσα στη φλέβα τους. Ή στη φλέβα των διπλανών τους. Ή έκαναν ενέσεις στους λαιμούς και στα γεννητικά όργανα των φίλων τους.


Διέσχισα την κόλαση προσπαθώντας να κάνω τον αδιάφορο, να μη βλέπω αριστερά και δεξιά, να μην τους «καρφώνω». ΄Ενιωθα φόβο. Την ίδια στιγμή με κατέκλυζε μια στενοχώρια τόσο βαθιά, που ελάχιστες φορές στη ζωή μου – συνήθως όταν έχανα αγαπημένα πρόσωπα – είχα νιώσει. Μπροστά μου τρεις αστυνομικοί (από εκείνους που φυλάνε τη Βαρβάκειο, υποθέτω) αστειεύονταν μεταξύ τους κρατώντας στα χέρια τις φραπεδιές τους. Χωρίς να βλέπουν τι συνέβαινε γύρω τους; ΄Oλα τα έβλεπαν. Αλλά δεν ήταν, ως φαίνεται, της αρμοδιότητάς τους. Ούτε το Δημαρχείο, στην «πλάτη» του οποίου διεξάγεται αυτό το αποτρόπαιο αλισβερίσι του θανάτου, είχε, υποθέτω, αρμοδιότητα ή χρόνο να ασχοληθεί με τα… αποβράσματα της κοινωνίας. Ειδικά εκείνη την περίοδο ο Νικήτας Κακλαμάνης ήταν πολύ απασχολημένος: επρόκειτο να συναντήσει τον Σάκη Ρουβά και να τον «ευλογήσει» για τη συμμετοχή του στη Γιουροβίζιον. ΄Οπως και να το κάνουμε, μια φωτογραφία με τον Σάκη θα έδινε άλλη αίγλη στη δημόσια εικόνα του. Πού καιρός και διάθεση να ασχοληθεί με τα πρεζόνια. («Και γιατί να ασχοληθώ εγώ;» – θα μπορούσε να ρωτήσει. Ας το κάνουν οι άλλοι!)


΄Εχω διαβάσει (και έχω γράψει και εγώ) επανειλημμένως για την «Τσάιναταουν» (πείτε την και «Little India»), που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στους δρόμους πίσω από το Δημαρχείο – πλατεία Θεάτρου και κάτω. Εκφράζοντας τον ενθουσιασμό μου για την πολυσυλλεκτικότητα της γειτονιάς με τους ανθρώπους από όλον τον κόσμο, με τις πολύχρωμες μουσικές τους, τα καυτερά φαγητά τους… Αυτό όμως που είχα στο μυαλό μου ως μια μικρή χαριτωμένη Βαβέλ έχει, όπως διαπίστωσα με τα ίδια μου τα μάτια, μετατραπεί σε έναν αποτρόπαιο ΄Αδη. Με δεκάδες ζωντανούς-νεκρούς να περιφέρονται στις στοές του. Πλάσματα που δεν έχουν σήμερα, δεν έχουν αύριο...


Πίσω από το Δημαρχείο μια γειτονιά που υποτίθεται ότι θα αναβαθμιζόταν υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο όσο περνάνε τα χρόνια. Διότι κανένας δεν φρόντισε να την κάνει πιο φιλόξενη, θέτοντας ταυτοχρόνως κάποιους όρους για τη σωστή λειτουργία της, όταν είδε ότι είχε αρχίσει να συγκεντρώνει τους οικονομικούς μετανάστες. Το κράτος την άφησε να γίνει ακόμη πιο γκρίζα από ό,τι ήταν. Την άφησε να βρωμίσει ακόμη περισσότερο. Και το κυριότερο, με την απόλυτη αδιαφορία του τη μετέτρεψε σε υπερτεκέ. Σε ένα τοπίο άγονο, ξερό, απάνθρωπο. Τοπίο θανάτου. Σε έναν μεταμοντέρνο Καιάδα, όπου οι άτυχοι πετιούνται χωρίς λύπηση, για να τελειώσουν ανάμεσα στα σκουπίδια, με τον χειρότερο τρόπο, τις μίζερες ζωές τους. ΄Ολα αυτά στην πόλη που θα ομορφύνει ο Κακλαμάνης. Στη χώρα η οποία μπορεί να αισθάνεται ασφαλής στα χέρια του Καραμανλή, του Παπανδρέου… ΄Ολων αυτών που έχουν ψυχή τε και σώματι αφιερωθεί στον αγώνα για την εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους εμάς. Αποτέλεσμα και των δικών τους... έργων (δεν αναφέρομαι σε εκείνους προσωπικά, αλλά στην κάστα των νεοελλήνων πολιτικών) δεν είναι αυτό που σήμερα συμβαίνει στην πλατεία Θεάτρου; Ή γύρω από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου οι σύριγγες στα παρτέρια είναι περισσότερες από τα αγριόχορτα;


Τις προάλλες με σταμάτησε στον δρόμο ένα εξαθλιωμένο αγόρι. «Φίλε, έχω να φάω εδώ και πέντε μέρες» μου είπε, με φωνή που μόλις έβγαινε, τείνοντας το χέρι του. ΄Ηταν εμφανές ότι το πρόβλημα δεν αφορούσε την έλλειψη φαγητού. Μου έχουν πει να μη δίνω σε τέτοιες περιπτώσεις χρήματα. «Τους κάνεις κακό» επέμενε ένας φίλος που είχε ασχοληθεί με το θέμα. Μπορεί… Ακολουθώντας τη συμβουλή του συνήθως τους προσπερνώ. Θεωρώντας ότι έκανα εκείνο που έπρεπε. Αυτή τη φορά όμως του έδωσα χρήματα. Και νομίζω ότι θα του ξαναδώσω. Πολίτης μιας χώρας που δεν μπορεί να πληρώσει την αποτοξίνωσή του, ας πληρώσω τουλάχιστον ένα μέρος της δόσης του. Γιατί η στέρηση, λένε, μπορεί να τον οδηγήσει σε χειρότερους δρόμους. Ακούμε καθημερινά τερατώδεις ιστορίες στις ειδήσεις.
Δίπλα μου σταματάει μια ηλικιωμένη κυρία και του δίνει 5 ευρώ. «Για να φας» του λέει πολύ αυστηρά αλλά και πολύ στοργικά, σχεδόν με πόνο, «όχι για να κάνεις… Ξέρεις εσύ. Αυτά είναι κακά πράγματα». «Ναι!» της απαντάει εκείνος με το κεφάλι κατεβασμένο. ΄Οταν το σηκώνει το βλέμμα του είναι θολό. Από τα δάκρυα; Επειδή τον άγγιξε το ενδιαφέρον της άγνωστης γυναίκας; Φοβάμαι πως όχι. Η στέρηση είχε θολώσει τα μάτια του. Δεν μας έβλεπε. Τα αφτιά του δεν μας άκουγαν. Για αυτόν δεν υπήρχαμε. ΄Οπως και εκείνος δεν υπάρχει για όλους εμάς που καθημερινά τον προσπερνάμε σχολιάζοντας «το καημένο το παιδί!». Τι καημένοι και εμείς με τη σειρά μας που επιτρέπουμε να υπάρχουν τέτοια παιδιά. Που επιτρέπουμε να υπάρχουν πλατείες Θεάτρου... Θεάτρου του παραλόγου, και κυρίως του θανάτου.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers