Η αιώνια τρικυμία ενός μυαλού
7.5.2009 
Είχα περάσει μια περίοδο στις τελευταίες τάξεις του λυκείου (προ αμνημονεύτου δηλαδή) εξαιρετικά κουλτουριάρικη. Τότε που σύχναζα στην «Αλκυονίδα» και στο «΄Ιλιον» και που όσο πιο ακαταλαβίστικη ήταν η ταινία που προβαλλόταν τόσο πιο υπερήφανος αισθανόμουν που βρισκόμουν εκεί. Μερικές δε από εκείνες τις ταινίες, τις πιο «στρυφνές», τις είχα παρακολουθήσει περισσότερες από μία φορές: όχι για να τις καταλάβω αλλά για να εμπεδώσω ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τις καταλάβω. Διαστροφή; Πείτε το εφηβική ανησυχία, ψάξιμο, φιλομάθεια – με συμφέρει περισσότερο.΄ Οπως και να έχει, πέρασα δύσκολα χρόνια: προσπαθώντας μάταια να καταλάβω τι ήθελε να πει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο «Μυθιστόρημα της κυρίας ΄Ερσης» (έκτοτε κάθε φορά που προσφωνούν μια ΄Ερση παθαίνω αρρυθμία), βλέποντας και ξαναβλέποντας τον «Μεγαλέξανδρο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και διαβάζοντας το σενάριο μήπως στο κείμενο εντοπίσω – δεν τα εντόπισα ποτέ – εκείνα που μου ξέφευγαν στο πανί. Ή παρατηρώντας πίνακες του Καντίνσκι επίμονα και προσδοκώντας τη θεία επιφοίτηση που θα μου αποκάλυπτε τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με όλες εκείνες τις ακατανόητες γραμμές – που μπορούσα (έτσι νόμιζα ο ανόητος) να σχεδιάσω και εγώ. ΄Ωσπου ένα βράδυ, όταν κοιμήθηκα στα μέσα της «Θυσίας» του Ταρκόφσκι, για να ξυπνήσω έντρομος σε ένα κρεσέντο του σάουντρακ, αποφάσισα ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να αξίζει τέτοιες θυσίες. Και άλλαξα ρότα.


΄Εκτοτε προτιμώ τις ταινίες, τα βιβλία, τους εικαστικούς πίνακες κτλ. που «φτάνω» με σχετική άνεση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψα να μελετώ ώστε να μπορέσω να κατανοήσω και δημιουργούς (όπως ο Καντίνσκι) που μπορεί με μια πρώτη ματιά να τους παρεξηγήσεις μόνο και μόνο επειδή είσαι μικρός μπροστά στο καλλιτεχνικό μέγεθός τους.


Αυτό σηκώνει κουβέντα: πότε ένα έργο είναι πραγματικά μεγάλο και εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις με την πρώτη, με τη δεύτερη, άντε και με την τρίτη, επειδή είσαι πολύ μικρός; Και πότε δεν φταις πια εσύ που δεν καταλαβαίνεις, αλλά ο δημιουργός που δεν ξέρει τι θέλει να πει; Ή που δεν μπορεί να πει αυτό που θέλει; Κάνοντας τέτοιες σκέψεις «πέρασα» το τελευταίο ημίωρο της «Συνεκδοχής της Νέας Υόρκης», της ταινίας του Τσάρλι Κάουφμαν (σεναριογράφου του θαυμάσιου κατά τη γνώμη μου «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού»), έχοντας πλέον σταματήσει κάθε προσπάθεια να καταλάβω τι ήθελε να πει ο ποιητής. Αμφιβάλλοντας αν ήξερε και ο ίδιος... ΄Επρεπε βεβαίως να είχα ψυλλιαστεί τι με περίμενε, από τις κριτικές. Οι περισσότερες εκ των οποίων επισήμαιναν ότι πρόκειται για ένα ανερμάτιστο, αρτζιμπούρτζι και λουλάς, πράγμα, μια ασύνθετη σύνθεση σκέψεων επάνω στη ζωή, στον θάνατο, στις σχέσεις, στη δημιουργία κτλ. από την οποία δεν πρόκειται να καταλάβουμε γρι, αλλά... «παραμένει αριστούργημα»!


Το είδα λοιπόν το αριστούργημα. Το οποίο έχει εξαιρετικές ερμηνείες, με τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν (τον σημαντικότερο σήμερα, κατά την ταπεινή άποψή μου, ηθοποιό μαζί με τον Σον Πεν), είχε μερικές εμπνευσμένες σκηνές, αλλά στο σύνολό του παρέμενε τρικυμία εν κρανίω (του Κάουφμαν). Στο μεταξύ είχα κάνει το λάθος να στείλω και τη θεία Ιουλία να το δει. Η οποία κατάπιε ό,τι αγχολυτικό είχε στην τσάντα της για να αντέξει ως το τέλος. Ημιλιπόθυμη (από υπερβολική δόση) μου την έφεραν στο σπίτι. Τρεις φορές της έβαλα να δει στο DVD τη «Νεράιδα και το παλικάρι» για να συνέλθει.

 
Και όχι, δεν αισθάνομαι ότι η «Συνεκδοχή» είναι σαν τους πίνακες του Καντίνσκι που όσο πιο πολύ εξοικειώνεσαι με τη μοντέρνα τέχνη τόσο τους εκτιμάς. Θεωρώ ότι η ταινία δεν έχει να πει τίποτε περισσότερο από αυτό που λέει την πρώτη (και τελευταία, ορκίζομαι!) φορά που θα τη δεις. Εξάλλου τους προβληματισμούς της για τη ζωή και τον θάνατο τους έχουν θέσει με απλούστερο και ουσιαστικότερο τρόπο ο Φεντερίκο Φελίνι στο «Οκτώμισι» (ταινία με την οποία τη συνέκριναν αρκετοί κριτικοί) αλλά και ο Μπομπ Φόσι στο «All that jazz». Δεν μιλάω επ' ουδενί ως κριτικός κινηματογράφου. ΄Ενας θεατής είμαι που βλέπει πολύ κινηματογράφο. Προικισμένος με κοινή λογική, με έναν εγκέφαλο που μπορεί να μη συνιστά αποκάλυψη για τους επιστήμονες που ερευνούν τα κέντρα της απόλυτης ευφυΐας, αλλά που ανταποκρίνεται αξιοπρεπώς (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) στα ερεθίσματα που του δίνονται. Τι ερεθίσματα μου έδωσε η «Συνεκδοχή»; Κυρίως ένα: να υποβάλω, ως νέα Κοντολίζα Ράις, τον Κάουφμαν στο «βασανιστήριο του εικονικού πνιγμού» (είναι πολύ της μόδας) ώσπου να μου αποκαλύψει τι είχε στο μυαλό του όταν γύριζε την ταινία. Και αν τώρα κατανοεί αυτό που βλέπει. Θα ήθελα επίσης να ρωτήσω τους ειδικούς: γράφοντας πως, παρ' ότι το φιλμ είναι τόσο μπερδεμένο και ανερμάτιστο ώστε δεν μπορείς να το παρακολουθήσεις, παραμένει «αριστούργημα», τι εννοούσαν; Γιατί αν δεν κατάλαβα μία φορά τον Κάουφμαν, δεν κατάλαβα δύο φορές τις (περισσότερες) κριτικές τους. ΄Η να αποδεχτώ ότι είμαι ηλίθιος και να ξεμπερδεύω;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers