Εφιάλτης θερινής νυκτός
31.7.2008 
Ο,τι φοβάσαι, κάποια στιγμή θα το λουστείς. Αν έχεις κλειστοφοβία, θα κλειστείς στο ασανσέρ την ημέρα κατά την οποία απεργεί η Πυροσβεστική. Αν έχεις αλλεργία στις γάτες, θα κληρονομήσεις τη γάτα της εκλιπούσης θείας Ανεζούλας με «την κατάρα μου σε περίπτωση που δεν την αγαπάς ή τη δώσεις σε άλλους». Αν φοβάσαι τα αεροπλάνα, θα είσαι ο υπερτυχερός του χορού των Εν Ελλάδι Ανωκατωποταμιανών, στον οποίο θα κληρώσουν δύο εισιτήρια για διακοπές στο Νησί του Πάσχα – όπου, για να φτάσεις, χρειάζεσαι περί τις δύο ημέρες πτήσης. Και αν φοβάσαι το σκοτάδι, το μοναδικό βράδυ που θα μείνεις μόνος στο σπίτι θα γίνει... του Χίτσκοκ!
 
Υπάρχουν, από όσο γνωρίζω, περιπτώσεις πιο βαριές από τη δική μου.; ΄Ανθρωποι που, όταν είναι μόνοι στο σπίτι, περιμένουν να ξημερώσει για να κοιμηθούν. Περνώντας όλο το βράδυ, όσο και αν νυστάζουν, καθισμένοι σε μια καρέκλα από την οποία μπορούν να εποπτεύουν, αν όχι όλο το σπίτι, τουλάχιστον όλο το δωμάτιο· έχοντας τα φώτα αναμμένα, τηλεοράσεις, στερεοφωνικά και ραδιόφωνα ανοιγμένα στη διαπασών και κρατώντας στο χέρι τους κουζινομάχαιρα, λίμες, πριόνια κτλ., ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους σε περίπτωση που ο Φρέντι Κρούγκερ κάνει την εμφάνισή του στην πόρτα. Εγώ δεν ανάβω όλα τα φώτα. Φροντίζω, όμως, σε κάθε δωμάτιο να καίει από ένα λαμπάκι, ώστε το σκοτάδι να μην είναι απόλυτο. Επίσης, δεν κρατώ ποτέ κουζινομάχαιρο. Διότι οι δικοί μου φόβοι δεν έχουν να κάνουν με κλέφτες που περιμένουν να μείνω μόνος για να με δέσουν μέσα στην μπανιέρα και να αδειάσουν στη συνέχεια τα ντουλάπια μου αναζητώντας τα πανάκριβα οικογενειακά τιμαλφή (που δεν υπάρχουν), ούτε με πληρωμένους δολοφόνους που έρχονται για να με καθαρίσουν σταλμένοι από τους σατανικούς διεκδικητές της παρούσας στήλης. Ο δικός μου πανικός είναι μεταφυσικός. Δεν φοβάμαι κάτι συγκεκριμένο, φοβάμαι οτιδήποτε... αφηρημένο (και κακόψυχο) μπορεί να κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα.
 
΄Οταν ήμουν μικρός, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Τότε, πίσω από κάθε πόρτα κρυβόταν και από ένα φάντασμα, κάτω από κάθε κρεβάτι, καναπέ, τραπέζι καραδοκούσε και από ένας πεθαμένος, έτοιμος να μου αρπάξει το πόδι και να με σύρει στα Τάρταρα. Θυμάμαι ότι για να πάω στην τουαλέτα τις μεταμεσονύχτιες ώρες – «ταξίδι» που το τολμούσα μόνον αν η ανάγκη μου είχε φτάσει στο απροχώρητο – έκανα τρέχοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα έπιπλα προσπαθώντας να αποφύγω ή να μπερδέψω όλες εκείνες τις μαύρες ψυχές που μου την είχαν στημένη. Μεγαλώνοντας, συνήλθα. ΄Ισως επειδή έκοψα τα πολλά θρίλερ. ΄Ισως επειδή έμαθα να μην τα παίρνω τόσο στα σοβαρά. Και επειδή συνειδητοποίησα πόσο γελοίοι ήταν όλοι εκείνοι οι φόβοι. Οχι, όμως, ότι με εγκατέλειψαν εντελώς... Ενίοτε επιστρέφουν.
 
΄Οπως έγινε πρόσφατα. Το πράγμα είχε αρχίσει να στραβώνει από το πρωί. Στην τηλεόραση τα ρεπορτάζ για κλέφτες που μπήκαν στα σπίτια τη στιγμή που οι ιδιοκτήτες τους κοιμούνταν έδιναν και έπαιρναν – αγαπημένο θέμα του καλοκαιριού. Στο ένα κανάλι η κυρία Λίτσα περιέγραφε πώς την κλείδωσαν στο μπάνιο απειλώντας την με ένα σφυρί να μη βγάλει κιχ, στο άλλο μια γιαγιά επέμενε να μας δείξει πώς της έκλεισαν το στόμα με τις κάλτσες της. Το παράλλο πρόβαλε (πρωινιάτικα!) ντοκυμαντέρ με ένα μέντιουμ που κατάφερε να διώξει το διαβολικό πνεύμα μιας δολοφονημένης γυναίκας από το σπίτι της οικογένειας Γουόλτερ στην Καλιφόρνια. Αυτό, αφού προηγουμένως το πνεύμα είχε ρίξει την κυρία Γουόλτερ από τη σκάλα αφήνοντάς την ανάπηρη. Θέλετε η επικαιρότητα, θέλετε η δαιμονοκατάσταση του ντοκυμαντέρ, είχα μόλις τελειώσει και τα «Αιχμηρά αντικείμενα», ένα μυθιστόρημα με μια αντιπαθέστατη τύπισσα που από τη μια προσπαθεί να βρει έναν δολοφόνο μικρών κοριτσιών και από την άλλη χαρακώνει το σώμα της με ξυράφια. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος, όταν έχει την προδιάθεση. Η αλήθεια είναι πως έκανα και εγώ ό,τι μπορούσα για να επιδεινώσω την κατάσταση, παρακολουθώντας στο βίντεο το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (ο απερίσκεπτος!) αντί να βλέπω τη «Μελωδία της Ευτυχίας» – χωρίς τις σκηνές με τις καλόγριες, που πάντοτε με έσκιαζαν.
 
Κατάφερα να μην μπορώ να κοιμηθώ. ΄Αναψα όλα τα φώτα, έλεγξα ένα ένα τα δωμάτια (πίσω από τις πόρτες και τις κουρτίνες, κάτω από τα κρεβάτια...), έβαλα μια καρέκλα κάτω από την πετούγια της εξώπορτας (το έχω δει σε ταινία αυτό), τσέκαρα και ξανατσέκαρα αν η κατάσταση στα γειτονικά μπαλκόνια ήταν ήσυχη ή αν πίσω από τα λουλούδια τους κρυβόταν ο βελζεβούλης, έτοιμος να πηδήξει στο σπίτι μου με το που θα έκλεινα τα μάτια μου, και ξάπλωσα. Για την ακρίβεια, κάθισα στο κρεβάτι, καρφώνοντας το βλέμμα μου στην πόρτα που βρισκόταν δεξιά μου και προσπαθώντας, ταυτοχρόνως, να ελέγχω την μπαλκονόπορτα που βρισκόταν αριστερά μου. Σας διαβεβαιώνω, ήταν ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. (Τι τις θέλουν τόσες πόρτες στις κρεβατοκάμαρες;) Τουλάχιστον, είχα κλείσει καλά την εξώπορτα; Την έλεγξα και πάλι, ενώ, στο μεταξύ, προσπαθούσα να εξηγήσω όλους τους (μεταφυσικούς;) θορύβους που με περιτριγύριζαν – πατώματα που έτριζαν, ενώ κανένας δεν περπατούσε επάνω τους, πιάτα που μετακινούνταν στα καλά του καθουμένου, ενώ ήταν επιμελώς τοποθετημένα στην πιατοθήκη, μια βρύση που άρχισε να στάζει με θόρυβο... Δεν είναι περίεργο που, όποτε είσαι με παρέα, τα πάντα στο σπίτι παραπέμπουν σε στρατιωτάκια ακίνητα, αμίλητα και αγέλαστα, ενώ με το που μένεις μόνος «ζωντανεύουν» και χαλάνε τον κόσμο; Μέσα σε όλα άρχισαν να ουρλιάζουν και τα σκυλιά τής απέναντι. Γιατί; Μήπως καταλάβαιναν κάτι που εγώ δεν μπορούσα να πιάσω; Τι ήταν αυτό που πλησίαζε μέσα στο σκοτάδι;
 
Με αυτές και με αυτές τις φοβερές σκέψεις, γύρω στις τέσσερις το πρωί τα ταλαιπωρημένα μάτια μου άρχισαν να βαραίνουν. Σιγά που θα τα άφηνα να κλείσουν! ΄Επρεπε, είπαμε, να ελέγχω το δωμάτιο ως τη στιγμή που θα έβγαινε ο ήλιος, απομακρύνοντας με το φως του τους βρικόλακες που με είχαν βάλει στο μάτι. Αλλά ήμουν και εξαντλημένος. Και τα βλέφαρά μου έπεφταν... Τότε, έγινε εκείνο στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή του κομματιού: του Χίτσκοκ. Μια τρομακτική κραυγή. Μια βραχνή, πνιγμένη στον φόβο ανδρική φωνή, ξεσήκωσε τη γειτονιά στο πόδι: «Αννα, Μαρία, σώστε με! Σώστε με! Με σκοτώνουν! Α! Α! Με σκοτώνουν! Μη! Μη! Με σκοτώνουν!». Ενώ τον σκότωναν, εγώ κόντεψα να μείνω στον τόπο, έτσι βίαια όπως βγήκα από τον ύπνο μου. Και θα ήμουν το μοναδικό θύμα της βραδιάς, αφού ο... παρ' ολίγον δολοφονημένος ήταν, όπως γρήγορα κατάλαβα, υγιέστατος. ΄Εναν εφιάλτη είχε δει που πέρασε. Για εκείνον. Διότι εμένα μου άφησε μια ένταση και μια ταχυκαρδία που ακόμη δεν λένε να περάσουν. Με βαλεριάνα κοιμάμαι από εκείνη την ημέρα. Εξακολουθώντας, την ώρα που περιμένω να επιδράσει το φυτό, να αφουγκράζομαι θορύβους και να παρατηρώ σκιές. Και να σκέφτομαι τον καταραμένο Μέρφι με τους νόμους του. «Νόμους» που λένε ότι, αν φοβάσαι το σκοτάδι, ο γείτονας με τη γαϊδουροφωνάρα θα τον δει τον εφιάλτη: α) το καλοκαίρι, που είναι ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες, ώστε να τον ακούσεις, β) λίγες ώρες αφότου θα έχεις παρακολουθήσει θρίλερ στην τηλεόραση και γ) εκείνο το βράδυ που θα είσαι εντελώς μόνος και θα προσπαθείς να κρυφτείς μέσα στο σκοτάδι, ενώ τα καταχθόνια πλάσματα της Κόλασης θα ψάχνουν να σε βρουν για να σε...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers