Από τα πουσάπς στον μουσακά
7.1.2010 
Αν η Τζέιν Φόντα, αφού μας κληροδότησε τραυματισμένους μηνίσκους, μετατοπισμένους σπονδύλους κτλ., αποκήρυξε την υπερεντατική αεροβική που εκείνη είχε λανσάρει, η θεία Ιουλία την ανακάλυψε τώρα. Κάτι σαν αεροβική. Γηραιοβική, νομίζω ότι μου την είπε, κάπως έτσι... Μαζεύονται τρεις φορές την εβδομάδα οι φίλες οι καλές στο διαμέρισμά μας, πέφτουν στις μπουχάρες και σεληνιάζονται. Από πάνω τους ο εκπαιδευτής, ένας πρώην παλαιστής (με αυτή την ιδιότητα μου τον σύστησε η θεία), με στήθος α λα Πάμελα ‘Άντερσεν (αρκετά πιο πεσμένο) και τεράστια κοιλάρα. «Αυτά παθαίνεις όταν σταματάς τον πρωταθλητισμό», σχολίασε η κυρία Πιπίτσα, της ομάδας γυμναστικής, «κρεμάς». Ή ξαναβρίσκεις τη χαρά της ζωής, επιχείρησα να την πικάρω. «Τι εννοείς;». Ότι, αν όσο έπαιρνε μέρος σε αγώνες έπρεπε να ακολουθεί συντηρητική διατροφή, με το που αποχαιρέτησε τα ρινγκ θυμήθηκε τις πίτσες, τα σουβλάκια, τις καρμπονάρες... Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τρώει σαν πουλάκι (γύπας;) και ότι τη ζημιά τού την έκαναν τα αναβολικά στεροειδή που έπαιρνε για να αποκτήσει όγκο. Εξακολουθώ να στέκομαι με καχυποψία απέναντί του. Στήθη και μπράτσα φουσκωμένα από τα αναβολικά να το καταλάβω, η κοιλάρα όμως; «Θέμα γονιδίων» αποφάνθηκε η θεία Ιουλία, η οποία, έτσι και αμφισβητήσεις τον γυμναστή της, μπορεί να πέσει να σε φάει. Ακολούθως, φόρεσε το κορμάκι της (είδα και έπαθα να την πείσω να προτιμήσει ένα σεμνό γκρι, αντί του φιστικί που της είχε γυαλίσει) και μπήκε στο σαλόνι για μάθημα. Πέντε λεπτά αργότερα άκουγα από το γραφείο μου τα βογκητά της γεροντοπαρέας την ώρα που ο γυμναστής δοκίμαζε «με κάτι νέες ασκήσεις» την (ανύπαρκτη) ελαστικότητα των σωμάτων των μαθητριών του.


Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι χαριτωμένο, αν δεν αναγκαζόμουν κάθε βράδυ μετά το μάθημα να βάζω έμπλαστρα στη διαλυμένη μέση και στην πονεμένη πλάτη της θείας. Και αν ο γυμναστής ασχολούνταν αποκλειστικά με τις μαθήτριές του και όχι και με τους συγγενείς τους. «Κάτι πρέπει να κάνεις με το σωσίβιο γύρω από τη μέση σου» παρατήρησε η θεία τις προάλλες, δήθεν αδιάφορα. Ποιος το είπε; «Ο γυμναστής». Να του πεις να ασχολείται με την κοιλάρα του. «Είναι γονιδιακό». Και το δικό μου σωσίβιο γονιδιακό είναι. «Ο πατέρας σου δεν είχε». Είχε ο παππούς μου, από αυτόν πήρα. «Το μόνο που πήρες από τον παππού σου είναι η γρουσουζιά και οι τρίχες στα αφτιά». Έχω εγώ τρίχες στα αφτιά; «Έχεις!». Πού; Δείξε μου! «Τις βγάζεις!». Εγώ; «Εσύ!». Θεία, άντε κάνε λίγη γυμναστική να εκτονωθείς, γιατί δεν ξέρεις πού να βγάλεις την (αρνητική, πάντα) ενέργειά σου και την ξεσπάς πάνω μου. «Εσύ να κάνεις γυμναστική, που είσαι πλαδαρός σαν... τσούχτρα». Και εσύ είσαι τσούχτρα! Αυτό το τελευταίο μπορούσα και να μην το είχα πει, αλλά με είχε βγάλει από τα ρούχα μου.


Στενοχωρήθηκα που τσακωθήκαμε, και την επομένη ήμουν έτοιμος να της ζητήσω συγγνώμη, όταν κατάλαβα ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Την ώρα του πρωινού η θεία Ιουλία, πολύ άνετη και αεράτη, πήρε από μπροστά μου τη μαρμελάδα μούρο και έβαλε ένα πράγμα σαν ξεραμένο στόκο, εξηγώντας μου ότι είναι «άλειμμα από ξινά λευκοπύρηνα δαμάσκηνα με τα φυσικά σάκχαρά τους και με ελάχιστες θερμίδες». Ακολούθως, άρπαξε το βούτυρο, το πέταξε στα σκουπίδια και ακούμπησε στο τραπέζι ένα Becel. «Από σήμερα, μόνο αυτό» με γλυκοκοίταξε με ύφος «Δεν είμαι ’γώ απ’ τις γυναίκες που θαρρείς / δε λογαριάζω αν είσαι μάγκας και βαρύς / κι αν εκορόιδεψες πολλές στ’ αληθινά / σε μένα όμως η μαγκιά σου δεν περνά. / Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα...». 
 

Όπως και τα βρήκα. Στην άρνησή μου να αρχίσω γυμναστική, με πέθανε στη δίαιτα. Φρούτα, νερό και φρυγανιές ολικής – κάτι γκαγκανιασμένα χοντρόπετσα που αγόραζε από τα είδη υγιεινής διαστροφής. Επίσης Becel, πολύ Becel. Ακόμη και τους κουραμπιέδες, με Becel τους έκανε. Παλαιότερα θα είχα παραδοθεί, θα έκανα όσα πουσάπς απαιτούσε προκειμένου να μου έφτιαχνε έναν κουραμπιέ βουτυράτο. Αυτή τη φορά οργάνωσα αντάρτικο. Δάγκωνα δύο μπουκιές από τη χοντρόπετση φρυγανιά και με το που έβγαινα από το σπίτι «σκότωνα» δύο μπουγάτσες στο γειτονικό τυροπιτάδικο. Το ίδιο και το βράδυ. Έτρωγα τα βραστά κολοκυθάκια με τη μία κουταλιά της σούπας λάδι («όσο πρέπει», κατά τη θεία Ιουλία») και με τη δικαιολογία ότι «πρέπει να περπατήσω για να χωνέψω» έσπευδα στην ταβέρνα του Λάμπη για τον μουσακά μου, το παστίτσιο μου, τα σουτζουκάκια μου... «Από τότε που δεν τρως, αντί να αδυνατίσεις, πάχυνες» παρατήρησε χθες η θεία, που, παρά τον καταρράκτη, τα βλέπει όλα. «Εγώ στο έλεγα ότι η υγιεινή διατροφή με φουσκώνει» απάντησα. Εκείνο που δεν της αποκάλυψα για να μην της χαλάσω εντελώς το σενάριο είναι ότι στον Λάμπη συναντώ συχνά πυκνά τον γυμναστή της να περιδρομιάζει μετά το μάθημα. Από τους καλύτερους πελάτες του ο κύριος. Κατά τα άλλα, θέμα γονιδίων η μπάκα... (Και όχι, εγώ δεν έχω τρίχες στα αφτιά).

 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers