Η Τζούλια στο ναυτικό
8.7.2010 
To φάντασμα της Εμιλι Μπροντέ έκανε την εμφάνισή του στο μπαλκόνι μου και μου χτυπούσε με δύναμη την πόρτα και τα παντζούρια, τα χαράματα της περασμένης Δευτέρας, ξυπνώντας με βιαίως. «Ανεμοδαρμένα ύψη» είχε γίνει η γειτονιά μου, παραδομένη σε μια καταιγίδα που όμοιά της – τόσο θορυβώδη – είχα χρόνια να δω. Με αυτήν την καταιγίδα με υποδέχτηκε η πόλη, στην επιστροφή μου από τις διακοπές. Για να με τρομάξει; Η θεία Ιουλία απέδωσε «το κακό» στην απροθυμία μου να ανάψω κερί στην Παναγία της Τήνου. «Τρεις εβδομάδες στο νησί και δεν πήγες ούτε μία φορά στη χάρη της, ιδού τώρα τα αποτελέσματα, θα μας πνίξει!». «Και όλοι εκείνοι που αντίθετα από εμένα πήγαν στην εκκλησία γιατί να πληρώσουν; Δεν είναι άδικο να τιμωρούνται για χάρη μου;» τη ρώτησα για να την αποσυντονίσω. Δεν με άκουγε. Κάτι οι κεραυνοί, κάτι η βαρηκοΐα της, κάτι το telemarketing στην τηλεόραση που την είχε απορροφήσει… Το σποτάκι με τη συσκευή που σου κόβει τις πατάτες και τα κολοκυθάκια σε όποιο σχήμα θέλεις χωρίς να καταβάλεις τον παραμικρό κόπο είναι το αγαπημένο της. Ειδικά τώρα που το σήμα είναι ψηφιακό «και νομίζεις, παιδάκι μου, ότι θα κάνεις έτσι το χέρι, θα την αρπάξεις την τηγανητή την πατάτα και θα τη φας».

 
 
Σπουδαίο πράγμα η τεχνολογία. Σου ανοίγει την όρεξη. Δεν σώζει όμως την κατάσταση: Σε μια εποχή όπου η Μάρμω Πανθέου μεταλλάχθηκε σε Βίρνα Δράκου και σε Κάτια Καλλιφατίδη, το μόνο που έλειπε ήταν το ψηφιακό σήμα. Για να βλέπουμε με άριστη εικόνα την παρακμή της αισθητικής μας. Την οποία, ομολογώ, εκεί, μακριά από την πόλη, είχα ξεχάσει. Όχι ότι δεν συναντάς και στην Τήνο αποδείξεις της κακογουστιάς μας – εκείνα τα τεράστια, νεοπλουτέ σπίτια που χτίζονται στις ακτές του νησιού και πλασάρονται ως «παραδοσιακές μεζονέτες»... Πόσο παραδοσιακή μπορεί να είναι μια μεζονέτα; Όπως και αν έχει, εκεί, στο νησί, υπάρχουν ακόμη γωνιές υψηλού γούστου. Σε εκείνες αναζήτησα άσυλο τις ημέρες των (απελπιστικά σύντομων) διακοπών μου.

 
 
Ευτυχής που δεν έπρεπε να γράψω για το γελοίο γλέντι στο ιστορικό «Αβέρωφ» και τις ακόμη πιο γελοίες διαστάσεις που πήρε – δεν το ήξερα ότι ως λαός είχαμε τόσο μεγάλη αδυναμία στην αλατισμένη λαμαρίνα... Με το που ήρθα, βεβαίως, καλούμαι να αντιμετωπίσω αν όχι το θωρηκτό «Αβέρωφ» – πάλιωσε το εν λόγω... όργιο – τη φρεγάτα «Τζούλια» (Αλεξανδράτου), που με τα έκτροπά της μαγάρισε το Πολεμικό Μουσείο. Είναι τυχαίο που, μόλις έσκασε η αποκάλυψη, ξέσπασε η καταιγίδα; Για την ασεβή Τζούλια βροντάει ο Θεός, θεία μου! Ή για να μας συνεφέρει, που αφελώς τσιμπάμε στις προκλήσεις της, που μεγεθύνουμε το τίποτά της και το πασπαλίζουμε με χρυσόσκονη; Χρυσόμυγες και μπάμπουρες στην Τήνο, Τζούλιες απαστράπτουσες και εκκωφαντικές στην Αθήνα, όπου ένας κάποιος κύριος Ρέβης (το αρσενικό της ρέβας;) και άλλοι… συνάδελφοί του (για μάνατζερ πλασάρονται) μας παρασύρουν στα επικοινωνιακά παιχνιδάκια τους με ευκολία που τρομάζει. Τόσο αφελείς έχουμε γίνει. Τόσο πεινασμένοι είμαστε, ώστε πέφτουμε στο (δηλητηριώδες) τυράκι της φάκας χωρίς δεύτερη σκέψη.

 
 
Πάντως, με επισκέψεις σαν εκείνη της Τζούλιας στους κοιτώνες του Πολεμικού Μουσείου, θα έπρεπε να χαιρόμαστε. Γιατί αποδεικνύουν ότι τα στρατευμένα νιάτα μας δεν είναι κουνιστοί, αλλά... ακούνιστοι, άντρες με τη βούλα. Και αφήστε τους οργανωτές της αθηναϊκής Gay Pride να ισχυρίζονται (μέσα από τις ανίερες αφίσες τις οποίες είχαν τοιχοκολλήσει σε όλη την πόλη): «Είμαστε παντού». Παίδες, στο Πολεμικό Μουσείο δεν είστε. Εκεί χτυπάει η καρδιά του νεοελληνικού ανδρισμού, στον ρυθμό που της δίνει η Τζούλια. Και αν είναι φάλτσος ο ρυθμός (δεν «πατάει» καλά στις νότες η κυρία, όπως φάνηκε από τις ανατριχιαστικές απόπειρές της να σταδιοδρομήσει στο τραγούδι), μαθημένοι είμαστε ως λαός στα φάλτσα.

 
 
Όλα όμως θα τα διορθώσουν οι πολιτικοί μας, μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα. Γιατί από εκεί κυβερνάται η χώρα. Δευτέρα πρωί πρωί, μετά την καταιγίδα, με το που άνοιξα την τηλεόραση για να ξαναβρώ την επαφή μου με τη θλιβερή πραγματικότητα (όχι ότι το ήθελα, έπρεπε όμως λόγω δουλειάς) όλοι στα «παράθυρα» ήταν. Βουλευτές, υπουργοί, γραμματείς (και Φαρισαίοι) επιβεβαίωναν με την παρουσία τους ότι αυτή η χώρα δεν έχει ελπίδα. Τουλάχιστον όσο αυτοί κάθονται στο τιμόνι της. Αλλά και όσο εμείς ασχολούμαστε μανιωδώς με τους γαμήλιους χορούς της Χρουσαλά και με την «καμένη» Τζούλια, τη στιγμή που γύρω μας ο κόσμος χάνεται. Το είπαν και οι ουρανοί, το πρωί της περασμένης Δευτέρας, δεν το ακούσατε; Ο κόσμος (μας) χάνεται. ΄Η μήπως δεν ήταν κεραυνοί αυτοί που μας ξύπνησαν και μας κοψοχόλιασαν, αλλά τα κανόνια του θωρηκτού «Αβέρωφ» και του Πολεμικού Μουσείου μαζί; Μπορεί και να «αερίστηκε» η Τζούλια θορυβωδώς – όπως θορυβωδώς κάνει τα πάντα, κατά τις συμβουλές των μάνατζέρ της. Το ανησυχητικό είναι η ηδονή με την οποία εμείς εισπνεύσαμε τα αέρια…
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers