Με τη Ρίτα χρησιμοποιούμε συχνά τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τις μετακινήσεις μας –όπως θα έπρεπε να κάνει όλος ο κόσμος, μπας και καταφέρουμε κάποτε να εξαλείψουμε το κυκλοφοριακό κομφούζιο στους δρόμους της Αθήνας. Τον τελευταίο καιρό, λοιπόν, παρατηρήσαμε ότι αρκετά παλιά λεωφορεία έχουν αντικατασταθεί από καινούργια, ένα εκ των οποίων είναι της δικής μας γραμμής. Σε αυτό, λοιπόν, το καινούργιο μεν, μικρό δε λεωφορείο υπάρχουν τουλάχιστον τρεις θέσεις που δεν τις λες ούτε μονές ούτε διπλές. Ε, λοιπόν, γι’ αυτές τις συγκεκριμένες θέσεις δημιουργούνται καθημερινά σκηνές απείρου κάλλους! Για παράδειγμα, ήμασταν μπροστά όταν μια μεσόκοπη, φουριόζα κυρία με δύο τσάντες ανά χείρας στρίμωξε στη γωνία την κυρία που ήδη καθόταν στην εν λόγω φαρδουλή θέση, λέγοντάς της ότι το δικαιούται αφού η θέση είναι για δύο. Διαπληκτίστηκαν έντονα κι αφού αντάλλαξαν σωρεία δολοφονικών βλεμμάτων, η προκάτοχος της θέσης σηκώθηκε κι έφυγε επιδεικτικά. Μια άλλη φορά η Ρίτα έγινε χαλκομανία στο τζάμι από έναν ευτραφή κύριο που ούτε γύρισε να την κοιτάξει. Από ευγένεια δεν του είπε τίποτα, αλλά, αν δεν ήταν μια κυρία (καλή της ώρα!) να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, ακόμα εκεί θα ήταν!
Ασφαλώς και το ζήτημα δεν είναι αν οι συγκεκριμένες θέσεις είναι για ένα ή για δύο άτομα –άλλωστε ξεπερνώντας κάθε εγωιστική διάθεση νομίζω είναι εύκολο να κρίνει κανείς αν χωράει να κάτσει ή όχι. Αυτό που θίγεται με το παραπάνω παράδειγμα είναι ο τρόπος που έχει μάθει ο κόσμος να συμπεριφέρεται στην καθημερινότητά του και το πόσο αδιαφορούμε για τον διπλανό μας. Το πιο εύκολο είναι να ρίξουμε το φταίξιμο στο άγχος που μας έχει κυριεύσει για να προλάβουμε (το τι να προλάβουμε και κατά πόσο αξίζει δεν έχουμε καν χρόνο να το σκεφτούμε) και στην τυχόν κούραση που νιώθουμε εκείνη τη στιγμή, χωρίς φυσικά να αναλογιζόμαστε ότι και οι άλλοι κατά πάσα πιθανότητα είναι το ίδιο κουρασμένοι με μας. Μήπως, όμως, δρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο χάνουμε στιγμές από τη ζωή μας, στιγμές που είναι πολύτιμες;
Το ταξίδι είναι σημαντικό. Και ακόμα πιο σημαντικοί οι άνθρωποι που θα συναντήσεις. Ο περιπτεράς που θα σου δώσει τσίχλες, το παιδάκι που περιμένει στη στάση του λεωφορείου μαζί σου, κάποιος που θα σε σκουντήξει κατά λάθος στο δρόμο, όλοι τους αξίζουν ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα που, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, τους φτιάχνει τη μέρα. Το να σηκώσεις από κάτω κάτι που έπεσε από κάποιον και δεν το κατάλαβε προσφέρει πάνω απ’ όλα σε σένα. Είναι η ικανοποίηση ότι βοήθησες και μέσω αυτής της μικρής πράξης έδωσες χαρά και την αίσθηση στον άλλον ότι δεν είναι μόνος κι αόρατος μέσα στο πλήθος. Η καχυποψία και η κακοβουλία για το άγνωστο δεν είναι αρετές, κι αν υπάρχει μια κάποια επιφυλακτικότητα –γιατί ok, άνθρωποι είμαστε– μπορούμε ακόμα να δείξουμε καλή διάθεση και ανωτερότητα.
Ας αρχίσουμε να βλέπουμε κι όχι απλά να κοιτάζουμε. Κι αν ο Δρακουμέλ παραμονεύει, μην ξεχνάμε ότι τα μπλε πλασματάκια πάντα κέρδιζαν στο τέλος.