Ένα ξύλινο κουτάκι, δεμένο χαλαρά με μια λεπτή, πράσινη κορδέλα και μια χαμηλόφωνη «καλημέρα» όλο νόημα περίμενε τη Ρίτα με το που πάτησε το πόδι της στην εκπαίδευση, μετά τις διακοπές του Πάσχα. Ήταν μακράν η πιο αψυχολόγητη κίνηση που είχε κάνει η Ρένα από την πρώτη μέρα γνωριμίας τους. Δεν ήξεραν πολλά η μία για την άλλη, πέρα από τα βασικά τυπικά στοιχεία, παρόλο που η Ρίτα είχε προσπαθήσει να την προσεγγίσει περισσότερο. Κάθε μέρα που την έβλεπε, η Ρένα ήταν διαφορετική απέναντί της. Μια της χαμογελούσε κατά τη διάρκεια του μαθήματος και μια δεν της έδινε σημασία όλη μέρα. Απ’ την άλλη, ήταν εμφανές ότι υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια, πράγμα που έκανε τη Ρίτα να αναρωτιέται. Πήρε, λοιπόν, διστακτικά το κουτάκι στα χέρια της και πήγε να βγάλει την κορδέλα. Η Ρένα άπλωσε απαλά το χέρι της και τη σταμάτησε λέγοντάς της να το κρατήσει μέχρι το τέλος της μέρας χωρίς να το ανοίξει. Από εκείνη την ώρα δεν αντάλλαξαν ούτε ματιά και η αγωνία της Ρίτας είχε ανέβει κατακόρυφα.
«Μου το δίνεις σε παρακαλώ;», της είπε η Ρένα καθώς απομακρυνόταν από την αίθουσα. Η Ρίτα έδωσε το κουτάκι στη Ρένα κι εκείνη άρχισε να το περιεργάζεται. Με μια έκφραση ανακούφισης της το επέστρεψε και την παρότρυνε να το ανοίξει. Με την περιέργεια να έχει χτυπήσει κόκκινο, η Ρίτα το άνοιξε γρήγορα και βρέθηκε να κοιτάει αμίλητη επί ένα-δύο λεπτά ένα καταπράσινο τριφύλλι αγκαλιασμένο από μια χούφτα βαμβάκι. «Ευχαριστώ που δεν το άνοιξες. Θες να πάμε για ένα καφέ;» Η Ρίτα, χαρούμενη που είχε περάσει με επιτυχία αυτό το αλλόκοτο τεστ, έγνεψε καταφατικά και προχώρησαν. Στην καφετέρια μάθανε πολλά η μία για την άλλη και η ώρα περνούσε ευχάριστα. Κάποια στιγμή, η ερώτηση της Ρίτας ήταν αναπόφευκτη: «Τι σημαίνει το τριφύλλι;» Η Ρένα το πήρε στα χέρια της και χωρίς να βγάλει το βλέμμα της από πάνω του, είπε: «Δεν ξέρω για τους άλλους, για μένα συμβολίζει το μεγαλείο της φύσης».
Η Ρένα τότε άρχισε να μιλάει για το ιδανικό περιβάλλον στο οποίο πιστεύει ότι ανήκει ο άνθρωπος και όπου η ίδια έχει σκοπό να κατασταλάξει κάποια στιγμή. Μιλώντας με ύφος λυρικό, σαν να απήγγελλε ποίημα με ελεύθερο στίχο, ταξίδεψε τη Ρίτα σ’ ένα καταπράσινο απ’ τη βλάστηση μέρος, με όμορφες μονοκατοικίες κάνα χιλιόμετρο μακριά απ’ την ακτή. Ο επίπεδος δρόμος μεταξύ σπιτιών και παραλίας είναι πλακόστρωτος κι έτσι τα ποδήλατα είναι το κύριο μεταφορικό μέσο, τα οποία μπορούν άνετα να διασχίσουν και τα δασάκια δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Απ’ τη μικρή αυτή πόλη δεν λείπει τίποτα απ’ όσα ζητάει ο σύγχρονος άνθρωπος, παρ’ όλα αυτά, όταν ο καιρός το επιτρέπει, οι περισσότεροι περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κάνοντας πικ νικ, ακούγοντας μουσική ή διαβάζοντας ένα βιβλίο καθισμένοι στο γρασίδι δίπλα από ένα ήρεμο, κρυστάλλινο ποταμάκι. Οι αθλητικές δραστηριότητες είναι καθημερινή ασχολία και το ψάρεμα πολύ δημοφιλές. «Τι πιο όμορφο να ξυπνάς από το κελάηδημα των πουλιών, να πατάς χώμα και να βλέπεις όσο πιο μακριά πηγαίνει το μάτι σου!» Η Ρίτα, αν και λάτρης της Αθήνας, έπιασε τον εαυτό της να ονειρεύεται αυτόν τον παράδεισο.