Κούραση μάλλον. Ή μπορεί τα πρώτα μηνύματα μιας «φορτωμένης» άνοιξης που έχει τις δικές της ανάγκες, τις οποίες όμως δεν μπορώ να προσδιορίσω επακριβώς. Κοιμάμαι νωρίς το βράδυ, ξυπνάω με το χάραμα, πολύ φοβάμαι ότι έχω αποκτήσει τις συνήθεις της γιαγιάς μου (της μακαρίτισσας), που μου έλεγε: «Όλα, παιδάκι μου, περνάνε, μόνο τα γηρατειά μένουν –για να περάσουν κι αυτά μια και καλή». Α πα πα τι θυμήθηκα.
Για να μην τα πολυλογώ, κάθε φορά που κάθομαι στον υπολογιστή και το βλέμμα μου διασταυρώνεται με το φωτεινό τίποτα της οθόνης, με πιάνει μια τάση φυγής –συνήθως προς το ψυγείο πάω, αν είμαι στο σπίτι. Αν δεν είμαι, βλέπω το δεξί μου να φεύγει προς το ακουστικό και ως διά μαγείας να σχηματίζει νούμερα και πάλι ως διά μαγείας να πετυχαίνω (πάλι) εκείνη τη φωνή που έχει όρεξη να με ακούσει. Και τι έγινε δηλαδή (λέω μέσα μου); Δεν έχω κι εγώ δικαίωμα να αρμενίσω στα τηλέφωνα, να αναλύσω, να ξανααναλύσω και πάει λέγοντας χωρίς να με πιάσουν τύψεις για τον χαμένο χρόνο;
Άσε που καμιά φορά αυτό το φωτεινό τίποτα της οθόνης επιφυλάσσει και εκπλήξεις. Εκεί που το υπόλευκο με τη γαλαζωπή απόχρωση γίνεται συμπαγές κι αποκτάει βάρος μεγατόνων, κάτι του συμβαίνει εσωτερικά, κάτι σαν μαγικό, σαν αδύναμη μακρινή λάμψη που αχνοφαίνεται την ώρα που σκάει.
Δεν είναι σωστό να τα βάζεις με τις λευκές οθόνες. Είναι πολύ πιο εποικοδομητικό να πηγαίνεις με τα νερά τους. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις τι το κάνεις; H πείρα λέει ότι το φιλάς, κι αν το αποδεχτείς μέσα σου ότι έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε κάτι ετούτη η υποχρεωτική φιλία.
Οι πιο κενές και δύσκολες περίοδοι της ζωής έρχονται την εποχή που συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές ή (τουλάχιστον) δεν υπάρχουν εκείνες οι διαχωριστικές που είχες πάρει πακέτο από τότε που γεννήθηκες. Στην εφηβεία (ή λίγο μετά) υποφέρεις. Λίγο πριν την... εκκίνηση, αισθάνεσαι την εσωτερική άπνοια σαν ίλιγγο, σαν απειλή –θα βγω (λες) απ’ αυτό το λευκό κενό ή εδώ θα τη βγάλω μέχρι να ασπρίσω κι εγώ;
Λες αποκλείεται. Κάτι έχω. Υπνοβατώ. Περπατάω στο πουθενά. Και δεν βλέπω φως.
Λευκό φως της οθόνης. Πάλι λευκό φως, γενικά. Και γιατί παρακαλώ να είναι τόσο κακό αυτό; Γιατί πρέπει να ξέρεις ακριβώς πώς και πού; Κι αν χαθείς και περιπλανηθείς πάλι κι όλο αυτό το χάσιμο αποδειχτεί το σπουδαιότερο κάτι; Kι αν η λευκή οθόνη είναι απαραίτητη για να αδειάσεις τα σκουπίδια μας μέρας (η πολλών) και να ξαναγεμίσεις με καθαρό, δυνατό καύσιμο που θα σε κάνει πιο τούρμπο από ποτέ; Εμ, αυτή είναι η διαφορά με την εφηβεία. Σιγά μη με φάει ετούτη η λευκή άνοιξη!