Το ’πε ο παπαγάλος
15.2.2011 
Δεν είναι πολύ κομ ιλ φο να σχολιάζει δημοσιογράφος δημοσιογραφικά σχόλια (άλλων, εννοώ, διότι δυστυχώς θεωρείται ασυνεπές να σχολιάζει κανείς αρνητικά τον εαυτό του), αλλά αφενός το κάνουν όλοι, άρα δεν τρέχει τίποτε, αφετέρου είναι ακόμη εξοργιστικότερη η στάση του τύπου «δεν δέχομαι καμία αμφισβήτηση της δημοσιογραφικής αξιοπιστίας (εν γένει)» και τα τοιαύτα, οπότε ας πάει και το παλιάμπελο.
 
Στέκομαι, μετά ταύτα, σε δύο πρόσφατες σχολιογραφικές απόψεις, όχι μεμονωμένες. Πρώτη είναι ότι δεν υπάρχει καμία εμφανής –«εξωτερικευμένη» ας την πούμε- διαφορά ανάμεσα στο κίνημα «δεν πληρώνω» και σε εκδηλώσεις χουλιγκανισμού, γιατί συνιστούν και οι δύο μορφές αυτοδικίας. Προσέξτε, δεν σχολιάζω την ουσία του «δεν πληρώνω», έναντι του οποίου έχω πλείστες επιφυλάξεις (αυτό ας το αφήσουμε για άλλη στήλη), ούτε βρίσκω αστήρικτα ή αθέμιτα ορισμένα εναντίον του σαρκαστικά σχόλια. Σχολιάζω μόνο την ταύτιση του δεν πληρώνω το λεωφορείο με το δεν πληρώνω τον υδραυλικό μου και, ένα βήμα παρακάτω, με το σπάω τα εκδοτήρια και το σπάω το θέατρο.
 
Ε, συγγνώμη, αλλά, αν δεν μπορούν να δουν τη διαφορά ο Πάγκαλος και κάποιοι άλλοι, τη βλέπουν οι υπόλοιποι – ακόμη και όσοι διαφωνούν. Ακόμη δηλαδή και εκείνοι που θεωρούν το «δεν πληρώνω» αστόχαστο, ευτελές και επικίνδυνο, καταλαβαίνουν ότι έχει ένα πολιτικό υπόστρωμα διαμαρτυρίας απέναντι σε αυξήσεις παροχών με –εντονότερη ή μικρότερη- δημόσια (ή κοινή) ωφέλεια. Ο μέσος σχολιογράφος σκοτίστηκε ενδεχομένως που το εισιτήριο αυξήθηκε 40%, μπορεί να μην παίρνει ποτέ συγκοινωνία ή να θεωρεί ευτελές το τίμημα, μη λέει όμως ότι δεν καταλαβαίνει σε τι διαφοροποιείται η αντίδραση σ’ αυτό από το δεν πληρώνω το κομμωτήριο. Ακόμη και αν όσοι οργανώνουν την εκστρατεία «ανυπακοπής» έχουν άλλα κίνητρα, ιδιοτελή ή βλακώδη, εκείνοι που την ακολουθούν το κάνουν συνήθως εξαιτίας της αίσθησης ότι, αν αυθαιρετεί ο μη πληρώνων, έχει πάντως νωρίτερα αυθαιρετήσει ο νομοθέτης. Επαναλαμβάνω ότι έχω πλείστες επιφυλάξεις, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα- το θέμα είναι να μην κάνουμε τον κινέζο όταν το σχολιάζουμε.
 
Το δεύτερο το διάβασα για την Τίνα, you know whom. Σε σχέση με την επιμονή της να εκμηδενίσει την αξία των τεσσάρων στρεμμάτων στις περιοχές Νατούρα και τις αντιδράσεις των βουλευτών του ΠαΣοΚ, υπήρξαν σχόλια ότι δυοίν θάτερον, ή η Τίνα δεν ξέρει τι κάνει ή οι βουλευτές είναι υποχείριοι συμφερόντων. Γιατί, δηλαδή, να μην είναι (και) η Τίνα υποχείρια συμφερόντων (των ιδιοκτητών δέκα στρεμμάτων και άνω) και οι βουλευτές να μην ξέρουν τι κάνουν – ή και τα δύο; Γιατί η σχολιαστική αφετηρία προβάλλει την μεν υπουργό ως ενδεχομένως άτεχνη, αλλά τους βουλευτές ως ενδεχομένως λαμόγια, ιδιότητα που γενικώς στην Ελλάδα θεωρείται χειρότερη από την ανικανότητα; [Λέω γενικώς, γιατί προσωπικά θα προτιμούσα ένα λαμόγιο που παράγει έργο από έναν σκιτζή ή αδρανή τίμιο.] Και πάλι σημειώνω ότι δεν εξετάζω την ουσία (αν και σ’ αυτό έχω άποψη- εναντίον της Μπιρμπίλη), αλλά τον τρόπο προβολής που «καθαρίζει» εξαρχής ως δήθεν δεδομένο ό,τι στην πραγματικότητα παραμένει ζητούμενο.
 
Ασφαλώς δεν είναι ίδια τα πιστεύω ή τα κίνητρα καθενός από τους σχολιαστές αυτού του ύφους. Όποια όμως και αν είναι, η συρροή τέτοιων σχολίων δυσκολεύει την απάντηση προς όσους, μόλις ακούσουν για δημοσιογραφική ιδιότητα, μας εγκαλούν όλους ως παπαγαλάκια…
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers