Αισιόδοξοι στη Ζαρούχλα
16.8.2011 
Η τρέχουσα εβδομάδα, ιδίως φέτος που ο Δεκαπενταύγουστος έπεσε Δευτέρα, αναμένεται να είναι κατεξοχήν ... «νεκρή» από άποψη κίνησης και δουλειάς - εκτός, εννοείται, από τους τουριστικούς προορισμούς. Πέρυσι, παρότι η 16η Αυγούστου ήταν Δευτέρα (και άρα ολόκληρη η εβδομάδα ήταν εργάσιμη), στην Αθήνα δεν κουνιόταν φύλλο -  και γνωστός μου που είχε μεριμνήσει να κρατήσει ανοιχτό το μπαρ του τράβαγε τα μαλλιά του για την έμπνευσή του. (Οι λιγοστοί πελάτες του ήμασταν, αντιθέτως, ενθουσιασμένοι). Φέτος αναμένεται να είναι ακόμη χειρότερα. Ή μήπως καλύτερα;
 
Θα ήταν, όντως, μάλλον ανησυχητικό να μην νεκρώνει η πόλη ούτε τέτοιες μέρες, να λειτουργούν πάντοτε όλα κανονικά, σαν να μην υπάρχει περιθώριο - ή ανάγκη-  μαζικών διακοπών. (Θα ήταν, φυσικά, καλύτερο να κατανέμονταν οι «διακόπτοντες» τμηματικά σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό: οι δουλειές μας είναι αλληλοεξαρτημένες και είναι ευκολότερο να λείπουμε... όλοι μαζί.) Προσωπικά, αυτές τις σύντομες νεκρές περιόδους τις βλέπω ως χρήσιμες υπομνήσεις ότι η ζωή δεν είναι μόνο παραγωγή προϊόντος, αλλά και ότι το προϊόν που παράγεται αρκεί να επιτρέπει ορισμένα, έστω λίγα, συλλογικά διαλείμματα. Διαλείμματα στη διάρκεια των οποίων ανακαλύπτουμε σε κάποιο βαθμό την αξία των ανθρώπινων σχέσεων ως θεμελιώδους πόλου ευτυχίας και θυμόμαστε ότι στα παιδικά μας χρόνια οι οικογένειες των περισσοτέρων ζούσαμε -και πηγαίναμε διακοπές- με ουσιωδώς λιγότερα απ’ ό,τι σήμερα χωρίς αυτό να μας προκαλεί αίσθημα δυσφορίας.
 
Δεν είναι παράξενο. Η αίσθηση της ευμάρειας ή της ανέχειας είναι συγκριτική, έχει να κάνει με το τι συμβαίνει κάθε φορά γύρω μας. Και στο σημερινό σύστημα του μαζικού καταναλωτισμού (καθόλου απορριπτέο, σπεύδω να σημειώσω) είναι δύσκολο να αισθανθείς καλά, αν δεν μπορείς να μετάσχεις στο πάρτι της δαπάνης που εξελίσσεται δίπλα σου. Μπορεί -και πρέπει- όμως να βρούμε κάποιο μέτρο, να θυμόμαστε πώς ήταν τα πράγματα μόλις λίγα χρόνια πριν, να συνειδητοποιούμε σε ποιο βαθμό η συρρίκνωση, που αναγκαστικά θα υποστούμε, θα είναι όντως τραυματική ή ανεπιθύμητη μεν, αλλά διαχειρίσιμη.
 
Από πλευράς συνολικού προϊόντος, η απάντηση τείνει σίγουρα προς το δεύτερο. Το ΑΕΠ, ακόμη και αν μειωθεί, επιτρέπει πάντως -ιδίως σε συνδυασμό με τον σωρευμένο πλούτο- να περάσουμε αναίμακτα τα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Απλώς, όπως είχε υποδείξει ο Ρικάρντο (και όχι ο Άνταμ Σμιθ), σημαντικότερη παράμετρος από το προϊόν είναι η διανομή του - και σ’ αυτό το επίπεδο ολόκληρη η Δύση ζει χρόνια επιτεινόμενης ανισότητας. Η διόρθωσή της επί το δικαιότερο προϋποθέτει παρεμβάσεις μάλλον αδύνατες όσο ισχύει η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων που εξωθεί τις επιχειρήσεις σε μεταφορά της παραγωγής και τους μισθούς προς την «κινεζοποίηση». Και ακόμη, ο έλεγχος της διανομής προϋποθέτει κλειστό αριθμό «δικαιούχων» - η Ελλάδα θα μπορούσε να διασφαλίσει αξιοπρεπή (αν και λιγότερο πολυτελή απ’ όσο σήμερα) διαβίωση στον πληθυσμό της και π.χ. σε ένα εκατομμύριο μετανάστες, όχι όμως στο μισό Πακιστάν...
 
Τα πράγματα, με άλλα λόγια, θα γίνουν δύσκολα. Αλλά, έστω με πίεση και κόπο, θα τα βγάλουμε πέρα - και θα εξακολουθήσουμε να λείπουμε τον Δεκαπενταύγουστο!
 
[Είναι, όπως λέει φίλος, η νοοτροπία του Αιγόκερου: «δεν θα με πεθάνετε εσείς, θα προσπαθήσω να σας πεθάνω εγώ.» Συμβάλλει στην αισιοδοξία και το γεγονός ότι τα παραπάνω γράφτηκαν στη Ζαρούχλα με βαθμούς 22 υπό σκιάν μέσα στο μεσημέρι -τη νύχτα 15- και εξαιρετικό τσίπουρο στο «Ρέμα» (που είναι μπαρ δίπλα σε ρέμα) συνοδεία τζαζ. Καλό το μολτ ουίσκι, αλλά ευτυχούμε και με τα δικά μας αγγειοδιασταλτικά!]
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers