Εκείνοι έφτιαχναν και τριήρεις
6.9.2011 
Μάθε τέχνη κι άσ΄ την κι αν πεινάσεις… άσ΄ την, προς Θεού, άσ΄ την κάτω, μην την αγγίζεις, ακούς βρε, κάτω το χέρι μη στο κόψουμε το ξερό σου! Αν πεινάσεις, κάνε ό,τι θες – παίξε στοίχημα, φτιάξε δομημένα ομόλογα, μπες στο Δημόσιο από το παράθυρο, βγες στο πεζοδρόμιο – αλλά όχι τέχνη. Όχι άλλη τέχνη…
 
Η παρούσα έκθεση ιδεών θα βαθμολογούνταν, όπως αντιλαμβάνεσθε, με μηδέν λόγω παρανόησης του θέματος, αφού διαφορετική τέχνη εννοεί το γνωμικό και άλλα, συνεπώς, θα αξίωνε να διαβάσει ο βαθμολογητής καθηγητής. Φταίω, όμως, εγώ που παρασύρθηκα ή το ότι ως τέχνη πλέον δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή η μαστοριά, αλλά μόνο η υψηλή τέχνη, οι «καλές τέχνες» που λέμε – αυτές δηλαδή των οποίων τα σύγχρονα δείγματα μοιάζουν σε αυξανόμενο ποσοστό με σπουδές στην ασχήμια, στην κατάθλιψη και στη μπαρουφολογία;
 
Όχι τέχνη, λοιπόν, νέοι μου. Κατανοώ την ευαισθησία σας, την εκφραστικότητά σας (ιδίως όποτε εκδηλούται με πίρσινγκ, τατουάζ, κοθόρνους και τα τοιαύτα), αλλά είμαι αμετάπειστος. Για να δούμε χαΐρι και προκοπή στον τόπο αυτό πρέπει, εκτός από τη μουσική στις καφετέριες και το ξύδι μπαλσάμικο στα εστιατόρια, εκτός από τις φράσεις «αξιοποίηση του δημόσιου χώρου» και «οικολογική ευαισθησία» στις δημόσιες ομιλίες, να απαγορευθεί επ’ αόριστον και κάθε μορφή καλλιτεχνίας – τουλάχιστον εικαστικής. Σε όποιον επιμένει να παραγάγει πολιτισμό (παρά το γεγονός ότι, όπως όλοι μας διαβεβαιώνουν, ο τόπος έχει ήδη φτιάξει μπόλικο), να υπενθυμίζεται αρμοδίως ότι ο πολιτισμός μιας χώρας συντίθεται και από την ικανότητά της να κατασκευάζει π.χ. σιδηροδρόμους ή κινητά τηλέφωνα, ώστε η εκφραστικότης του να στρέφεται προς τέτοιες κατευθύνσεις. Αν πάλι ο ενδιαφερόμενος επιμένει να κάνει «μια εγκατάσταση», ας του ανατεθεί μια υδραυλική εγκατάσταση ή ένα αποχετευτικό δίκτυο. Και αν, παρά ταύτα, η Ευαισθησιότης του αξιώνει να κάνει μια εικαστική εγκατάσταση, ε τότε να καταχωνιάζεται το έργο σε αποθήκες ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, που θα έχουν έτσι την ευκαιρία να εκτιμήσουν την «κατάθεση ψυχής» του καλλιτέχνη (αλήθεια, ρε παιδιά, αυτοί οι καλλιτέχνες ανάληψη δεν κάνουν ποτέ; – όλο για καταθέσεις ακούω, θα έχουνε μείνει άψυχοι οι άνθρωποι).
 
Ξέρω ότι θα με πείτε ζοχαδιακό, αλλά δεν έχουν παραγίνει αυτές οι ψυχοπνευματικές καταθέσεις (ιδίως όταν είναι αφανώς έντοκες – με «τόκο» κάποια μελλοντική δημόσια επιδότηση), αυτός ο βασανιστικός πόνος (ponos), αυτές οι διαβεβαιώσεις των υπευθύνων των εκθέσεων ότι ο καλλιτέχνης αφουγκράστηκε τον χώρο, ότι τον περιδιάβηκε πολύ (κι εγώ– σε έναν, να φανταστείτε, μέσα σε μιάμιση ώρα είχα κάνει τρεις στάσεις στο καφενείο– και το ούζο ήταν μετριότατο, προφανώς χύμα) και ξανα-ανακάλυψε τη γέννηση της τέχνης μαζί με την ανα-γέννηση του χώρου (του οποίου ο κατά κατασκευήν προορισμός μπορεί να ήταν π.χ. η παραγωγή μουστάρδας); Όλα αυτά, εννοείται, συνοδεύονται από ένα κείμενο, στο οποίο αναπτύσσεται η πονεμένη αναζήτηση και αναλύονται οι εικαστικοί καρποί της. Κείμενο απαραίτητο αφού ο καλλιτέχνης, μην απατάσθε, δεν είναι μαλάκας, συνειδητοποιεί και ο ίδιος ότι, όταν ο θεατής βλέπει μια τούφα μαλλί γίδας πάνω σε πηλό ή μια σαπισμένη ξύλινη τραβέρσα να κρέμεται από το ταβάνι, χρειάζεται πρόσθετη καθοδήγηση για να αντιληφθεί τι έρευνα και τι pathos κρύβονται πίσω από τη φαινομενική απλότητα του έργου.
 
Είναι αναμφιβόλως συγκινητικό να συναντά κανείς έναν νέο που θέλει να συμβάλει σ’ αυτήν την εναγώνια προσπάθεια, να αναζητήσει και αυτός την Ιθάκη ή τα Κύθηρα, να παραγάγει και αυτός πολιτισμό. Επειδή όμως για να πας μέχρι την Ιθάκη ή τα Κύθηρα χρειάζονται πλοία – και αυτά τα φέρνουμε από την Κορέα, δεν ξέρω γιατί, αλλά εδώ και πολύ καιρό θεωρώ ευαίσθητους τους νέους που θέλουν να γίνουν όχι καλλιτέχνες, αλλά ναυπηγοί. Τουλάχιστον αυτοί, αν το πόνημά τους δεν επιπλέει, δεν μπορούν να ξεπεράσουν την αποτυχία γράφοντας ένα γλυκό κείμενο για το «ταξίδι» τους.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Ο Κόνο θα αποστάξει ξανά
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Άλλος για το βραβείο;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers