Κυρίες και επιδόματα
27.9.2011 
Γνωστός μου ασχολούμενος (και επαγγελματικά - ως εκδότης) με τη λογοτεχνία έλεγε από χρόνια ότι, αν τον απογοήτευε κάτι από τον ελληνικό δημοσιογραφικό σχολιασμό, κυρίως τον ραδιοτηλεοπτικό αλλά σε μεγάλο βαθμό και τον έντυπο, ήταν η φθίνουσα προσπάθεια των σχολίων να διατυπώνουν κάποιο γενικό(τερο) συμπέρασμα - ή μάλλον κάποιο γενικότερο ερώτημα. Είτε επρόκειτο για κάποια ακρότητα ενός κροίσου είτε για σκανδαλώδη συμπεριφορά κάποιου πολιτικού, αισθανόταν πως από την κριτική απουσίαζε συνήθως η απόπειρα γενίκευσης την οποία ο ίδιος θεωρούσε πεμπτουσία της δημοσιογραφικής προσέγγισης.
 
Τον θυμήθηκα παρακολουθώντας μέσα σε λίγες μέρες αφενός την ελληνική διένεξη (ή ξεκατίνιασμα) για το αν δικαίως ή μη η Ελένη Μενεγάκη εισπράττει επίδομα πολύτεκνης, αφετέρου την ιταλική οργή για το ότι η Ιλόνα Στάλερ ή Τσιτσιολίνα, καθώς έκλεισε τα εξήντα της χρόνια, δικαιούται σύνταξη 39.000 ευρώ ετησίως ως πρώην βουλευτής (για μία θητεία). Στα περισσότερα από τα κείμενα που διάβασα απουσίαζε εντελώς αυτό που αναζητούσε ο γνωστός μου - και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αντιλαμβάνεται κανείς όχι το γενικότερο ερώτημα που απασχολούσε τους συντάκτες τους, αλλά ούτε καν το κριτήριο με το οποίο λόγιζαν απαράδεκτη την επιδοματική παροχή της πρώτης και τη σύνταξη της δεύτερης των ως άνω κυριών. Ήταν ότι έχουν χρήματα από άλλες πηγές; Ότι απλώς υπήρξαν -ή είναι- σέξι; Ότι προσβάλλουν κάποιων τα χρηστά ήθη; Ή κάτι άλλο, όπως π.χ. στην περίπτωση της Στάλερ ότι είχε κάνει μόνο μία βουλευτική θητεία - αλλά, αν επρόκειτο περί αυτού, γιατί έλειπε κάθε αναφορά στο πόσοι άλλοι πρώην βουλευτές της Ιταλίας έχουν συνταξιοδοτηθεί με αναλόγως μικρή προϋπηρεσία;
 
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι η έλλειψη γενίκευσης, η απουσία προσπάθειας να αναζητηθεί η «μείζων πρόταση», ο κανόνας που στηρίζει την κριτική, οφείλεται στο ότι ο δημοσιογράφος αρκείται να αναφέρει το περιστατικό - και αφήνει τα συμπεράσματα στον ακροατή ή αναγνώστη του. Αυτό, όμως, καταρρίπτεται αφενός από το γεγονός ότι οι γενικές σκέψεις τείνουν να απουσιάζουν και από τα σχόλια, αφετέρου από την έκδηλη τάση των υποτιθέμενων ειδησεογραφικών κειμένων (των ρεπορτάζ) να εκτρέπονται όχι απλώς σε σχολιασμό, αλλά σε ύφος καταγγελτικής κραυγής. Δεν είναι, λοιπόν, ότι ο δημοσιογράφος αφήνει τον αναγνώστη/ακροατή να βγάλει συμπεράσματα ανεπηρέαστος, αλλά μάλλον ότι ο ίδιος αποφεύγει τον πνευματικό κόπο (και την ιδεολογική δοκιμασία) να εντάξει την κατεύθυνση του σχολίου του σε έναν γενικότερο συλλογισμό, ο οποίος (συλλογισμός) θα τον υποχρεώνει αύριο να ακολουθήσει την ίδια γραμμή σκέψης σε τυχόν ανάλογο θέμα.
 
Αν, λόγου χάριν, αρνείσαι το επίδομα στην Μενεγάκη για κάποιο ηθικό ή αισθητικό λόγο, πρέπει να εξηγήσεις ποιες είναι οι ηθικές ή αισθητικές αξίες που τάσσεις ως προϋπόθεση επιδοματικής στήριξης. Αν, όπως είναι πιθανότερο, της το αρνείσαι επειδή είναι εύπορη, τότε πρέπει να το αρνηθείς και στους λοιπούς ευπόρους - και άρα να εξηγήσεις ποιό είναι κατ’ εσέ το ύψος εισοδήματος ή και περιουσίας πέρα από το οποίο τα επιδόματα δεν δικαιολογούνται. Δύσκολα πράγματα. Ενώ, αν δεν πεις τίποτε, μπορείς κάλλιστα να στηλιτεύσεις σήμερα την Ελένη επειδή παίρνει το επίδομα και αύριο να καταγγείλεις τον υπουργό που θα περιορίσει τη χορήγησή του μόνο στους πενέστερους εκ των πολυτέκνων...
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Μακροπρόθεσμα τη βάψαμε
› 
Σιγά μην τρέχει στη Χαβάη
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers