Η μουσική δεν τελειώνει ποτέ
3.2.2009 
Ο φίλος μου ο Φ. με εξέθεσε (ή μήπως με τίμησε;) δημοσία. Είχαμε τελειώσει την απόσταξη και μαζέψει τον εξοπλισμό και είπαμε, μαζί με τη γυναίκα του, να πιούμε μια μπίρα στο χωριό. Στην παρέα προστέθηκε και καθηγητής Χημείας, που, παρά την ειδικότητά του, δεν είχε συμπράξει στα προηγηθέντα. Ευδιάθετος και άνθρωπος του κρασιού. Η συζήτηση το έφερε στο πόσο πίνουμε ετησίως. Αποπειράθηκα να απαντήσω, ίσως κάπως συγκρατημένα: Πενήντα μπουκάλια ουίσκι, τουλάχιστον άλλα πενήντα κρασί, 150 λίτρα μπίρα… Εεεεεεεεε, διέκοψε ο Φ., τι σου λέει τώρα, στράφηκε στον καθηγητή. Περίπου, πήγα να τον προλάβω. Ρε τι περίπου, αντέτεινε εκείνος και, ξανά προς τον καθηγητή, έλα να δεις τα κουτάκια στο σπίτι, είκοσι λίτρα ήπιε το Σαββατοκύριακο. Μα είναι 300 μπουκάλια τα 150 λίτρα, με υπερασπίστηκε ο καθηγητής, άσε ρε, ο Φ., 90 λίτρα πίνει ο μέσος Έλληνας, αυτός τα 150 τα θέλει έξω η άνοιξη και το καλοκαίρι. Ρόμπα με έκανε.
 
 
Το παραπάνω το αναφέρω όλως παρεμπιπτόντως. Θέμα δεν είναι τι πίνω, αλλά ο Φ., που, με όλες του τις εκδηλώσεις φιλαλήθειας, είναι άνθρωπος εξόχως σοβαρός. Να φανταστείτε τα καλοκαίρια, που σε κοντινή παραλία λειτουργεί μια καντίνα πάνω στο κύμα, όποτε πάμε διαλέγει πάντοτε το ακριανό τραπέζι, εκεί που δεν φτάνουν τα έντονα φώτα, κοιτάζει με νόημα τον ιδιοκτήτη, ανεβαίνει σε μια καρέκλα και βγάζει το καλώδιο από το κοντινό ηχείο. Μετά, όταν η Βανδή έχει δώσει τη θέση της στη σιωπή, καθόμαστε.
 
 
ΟΑΣΗ! Διότι υπό κ.σ. (κανονικές συνθήκες δεν ήταν στη φυσικοχημεία;): Πας το πρωί για καφέ, έχεις πάρει και εφημερίδα, (χ)ραπ! Ραπ, ναι, χωρίς πλάκα, στις δέκα το πρωί. Και αν δεν είναι ραπ, είναι Κότσιρας, κι αν δεν είναι Κότσιρας, είναι Χατζηγιάννης, σκέτη διαφήμιση του ΟΤΕ από το 2004. Μεσημέρι, για ούζο, έχουν αρχίσει οι νταλκάδες. Ένας στο ηχείο και άλλος στην τηλεόραση, βουβή συνήθως, όπου διάφοροι προσκεκλημένοι μερακλώνουν με ζεϊμπεκιές. Κοιτάς το ρολόι, είναι βία δύο η ώρα και ο ήλιος αμείλικτος. Από το απόγευμα έχει πια χαθεί η μπάλα. Δεν τη βρίσκει ούτε ο Ρεκόμπα. Μπαράκι αδειανό ώρα οχτώ, σποτ να αστράφτουν και ντεσιμπέλ ήδη στα γκάζια. Αυτή είναι η αγαπημένη μου μουσική, έρχεται ναζιάρα η σερβιτόρα, εσύ τι θα άκουγες τώρα; Την Τοκάτα 565 του Μπαχ. Χαμογελάει. Της πέφτω μεγάλος, αλλά βρίσκει πως έχω χιούμορ. Αν είχα πιστόλι, θα άλλαζε γνώμη –αν προλάβαινε.
 
 
Σε προηγούμενη στήλη, για τους στίχοι στα λαϊκά άσματα, ο Αθήναιος και ο littlesofo είχαν σχολιάσει ότι έχουν πια χαθεί η ησυχία και το σκοτάδι (http://www.homefood.gr/blogs/comments.asp?cat=1&id=3&txt=171). Και λίγα είπαν. Είμαστε υπό διαρκή καταδίωξη. Μουσική παντού. Δίπλα στο κύμα, πάνω στον γκρεμό, στην ακροποταμιά. Το πρωί σε ορθάδικα για εσπρέσο. Το μεσημέρι σε καφετέριες. Στο Δίον, στο κυλικείο του αρχαιολογικού χώρου! Και αρέσει! Σε χωριουδάκι πάνω από την Κερκίνη, σούρουπο τέλη Δεκέμβρη, σε ερημικό εστιατόριο, η είσοδός μας χαιρετίζεται, μετά από ένα ζεστό καλησπέρα, με το δάχτυλο στο πλέι του στερεοφωνικού. Όχι, αν έχετε την καλοσύνη, παρακαλούμε. Ησυχία, αλλά για λίγο. Μισή ώρα αργότερα εισέρχεται ηλικιωμένος ντόπιος, παραγγέλνει καφέ – και «τι νεκροταφείο είναι σήμερα;». Ακολουθεί το αναπόφευκτο. Ο Τερζής έρχεται, ο Καστριώτης φεύγει.
 
 
Πώς το έλεγε ο Γκίνσμπεργκ; Βγάλτε τις κλειδαριές από τις πόρτες, βγάλτε τις πόρτες από τους μεντεσέδες; Βγάλτε τα στερεοφωνικά από τις πρίζες, βγάλτε τις πρίζες από τους τοίχους. Ζητείται σωτηρία από τη μουσική, από αυτούς που «παίζουν μουσική» (δηλαδή βάζουν δίσκους), από αυτούς που «γράφουν μουσική» (δηλαδή γράφουν από cd σε cd, ώστε μετά να «παίξουν»).
 
 
Στη Συλλογή σιωπής του ντόκτορ Μούρκε ο Χάινριχ Μπελ είχε εμπνευστεί ένα μοντέρ εκπομπών ραδιοφώνου που μείωνε τη διάρκειά τους κόβοντας τα διαστήματα σιωπής. Αυτά τα σιωπηλά κομμάτια μαγνητοταινίας στη συνέχεια τα μοντάριζε σε συλλογές σιωπής.
 
 
Ένα μπαρ με τέτοιες συλλογές ψάχνω. Τώρα, σου λένε, ακούς Μαντόνα, Σπρίνγκστιν και Γαρουφαλιά από συνέντευξη στο παλιό ΕΙΡ, με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Παραγγέλνεις το εικοστό λίτρο του μήνα. Ανάβεις τσιγάρο. Ο Γαρουφαλιάς βωβός ήταν άψογος, σκέφτεσαι. Και απολαμβάνεις.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers