Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
17.6.2008
Ζευγάρι φίλων περιμένει παιδί. Δηλαδή η γυναίκα εγκυμονεί, ο σύζυγος απλώς συμπάσχει. Κατά τρόπο που ποτέ δεν μου αποκάλυψαν, ούτε μπόρεσα μόνος να διακριβώσω, οι δυο τους έχουν τρομερό δόντι στον Άγιο Πέτρο. Του εξήγησαν ότι για το παιδί τους θέλουν το καλύτερο και τον «έψησαν», στέλνοντας και πέντε κουτιά Κοχίμπα, να στείλει εκτάκτως από τον παράδεισο, για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων (για την ακρίβεια για μία επίσκεψη), αυτόν τον Μπέντζαμιν Σποκ, που βρίσκεται εκεί δέκα χρόνια. Εν ζωή, ο μεγάλος παιδίατρος –απλή συνωνυμία με τον αξιωματικό του διαστημοπλοίου Εντερπράιζ– είχε προκαλέσει, λένε, τον εκνευρισμό του Κυρίου, όταν το βιβλίο του (του Σποκ, όχι του Κυρίου) Baby and Child care ξεπέρασε κάποτε σε πωλήσεις τη Βίβλο. Καθώς όμως τέτοιες μικρότητες δεν είναι του θεϊκού χαρακτήρος, ο Σποκ έγινε ανεπιφύλακτα δεκτός εν παραδείσω.
[Παρεμπιπτόντως, πώς «πουλάει» ακόμη η Βίβλος; Εκτός από το σχολείο, που μας είχαν αναγκάσει να αγοράσουμε μία σχολιασμένη, τις άλλες όλες δωρεάν μου τις έχουν δώσει. Και τα ξενοδοχεία δεν αγοράζουν πλέον μία για κάθε δωμάτιο.]
Ο Άγιος Πέτρος έφερε τον Σποκ στο φιλότιμο (συνέβαλαν και δέκα Κοχίμπα) και ο μύθος της παιδιατρικής έστερξε να κατέβει ένα απόγευμα σε διαμορφωμένο ad hoc κατά τις επιθυμίες του ιατρείο του Κολωνακίου. «Γιατρέ μου, θα γίνω μητέρα», είπε συγκινημένη η φίλη μου. «Τι φρονείτε; Αρκεί η τελευταία έκδοση του βιβλίου σας; Έχει περάσει πολύς καιρός».
Ο Σποκ σηκώθηκε ήσυχα και κατευθύνθηκε προς ένα κλειστό ψηλό σεκρετέρ. «Ποιο βιβλίο μου…», ψιθύρισε, «το παν είναι τα χρώματα». Άνοιξε το σεκρετέρ και σήκωσε ένα «Chateau de Montifaud», VSOP, όχι ακρότητες τύπου ΧΟ. Το κονιάκ έλαμψε στις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τις περσίδες. Ο Σποκ το έστρεψε στο φως με σεβασμό. Το άφησε κάτω. Έπιασε ένα Corriemhor. «Μη στέκεστε στο αναγραφόμενο cigar reserve», είπε στο ζευγάρι, «στα μολτ ουίσκι καθένας γράφει ό,τι μπορεί, το χρώμα, παιδιά, το χρώμα. Για το παιδί σας θα έλεγα, τουλάχιστον στην αρχή, να προτιμάτε λευκά μπουκάλια που δεν κρύβουν το χρώμα του ποτού, με όμορφες ετικέτες. Ψηλά, βέβαια, να μην τα φτάνει, μη σπάσει το φουκαριάρικο τίποτε, να απολαμβάνει τα χρώματα στο φως (με μέτρο ωστόσο η έκθεση στον ήλιο, μπορεί να αλλοιωθεί το ποτό). Θα μεγαλώνει με ηρεμία. Σιγά σιγά θα μαθαίνει και από τις ετικέτες. Η αχνή φωτογραφία του σατό στο Montifaud, σκούνες μέσα στα κύματα στο Corriemhor, η πράσινη νεράιδα ή το πρόσωπο του Βαν Γκογκ στο Αψέντι. Πόσες αφορμές συζήτησης και γνώσης… Και την επιθυμία να δοκιμάσει, που θα αργήσει να εκπληρωθεί, θα την ελέγξετε με τις εξηγήσεις και το σεβασμό σας –μέχρι την πρώτη γουλιά μπίρα, κρασί ή σαμπάνια που θα του δώσετε ως πρώτη γεύση. Και έτσι θα το μάθετε να πίνει και να τρώει, να σέβεται τα όριά του και να ξέρει υπό ποιες περιστάσεις θα τα υπερβαίνει –γιατί θα μεθύσει και κάποτε–, να μην οδηγεί αν έχει πιει λίγο παραπάνω και κυρίως (εδώ ο γιατρός «τα πήρε» λίγο) να μη γίνει σαν αυτούς τους χλέμπουρες με τα πολύχρωμα σφηνάκια, που έχουν έρθει τελευταία και στον παράδεισο. Πίνεις Corriemhor και να σου κέρασμα σφηνάκι τεκίλα με σπράιτ. Ανόητοι…
»Ε, αυτά. Για τα υπόλοιπα διαβάστε το βιβλίο μου ή, αν προτιμάτε, μη διαβάσετε τίποτε. Χαζοί δεν είσαστε, θα δείτε τι χρειάζεται το παιδί. Μόνο μακριά από παιδοψυχολόγους. Θα τους πληρώνετε χρυσούς και δεν θα σας μένουν χρήματα να εμπλουτίζετε τα χρώματα.
»Και τώρα, αν δεν έχετε κάτι άλλο να ρωτήσετε, θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος», είπε γλυκά ο Σποκ, γεμίζοντας ένα ποτήρι με Montifaud και κόβοντας την άκρη ενός Partagas. «Δεν είναι ότι δεν τα βρίσκω και στον παράδεισο. Αλλά εκεί μου έχει γίνει τσιμπούρι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Παλιός φίλος και καλό παιδί. Είναι όμως ξενέρωτος, στον παράδεισο δεν έχει και φυλετικές ανισότητες να ασχοληθεί και μου τη σπάει».