Ο Νιάρχος και η ρετσίνα
24.3.2009 
Κείμενο για την οικογένεια Νιάρχου στο VMen, το «ανδρικό» περιοδικό του Βήματος της Κυριακής. Το μάτι κολλάει σε μια φωτογραφία, απλωμένη «σαλόνι» στο δισέλιδο. Ο Νιάρχος με κόσμο αρκετό και τα ποτήρια υψωμένα σε πρόποση, όλοι στραμμένοι προς το φακό. Η λεζάντα ενημερώνει ότι βλέπουμε τον εφοπλιστή με μέλη της οικογένειάς του και φίλους στη Σπετσοπούλα το 1968. Μπροστά, κάπως θολό στη φωτογραφία, ένα τραπέζι. Φαίνονται ένα-δυο πιάτα με καναπεδάκια και μπουκάλια.


Και τι μπουκάλια! Πρώτη τη τάξει, ρετσίνα. Η μάρκα δεν ήταν ευκρινής ούτε με μεγεθυντικό φακό, αλλά το «Ρετσίνα» έβγαζε μάτι. Άλλα μπουκάλια ίδιου σχήματος, πιθανώς κόκκινο κρασί «λαϊκής» κατανάλωσης. Μπύρες –σε μια αναγνώσιμη η μάρκα «Άλφα». Κι ένα μπουκάλι Τζόνι κόκκινο. Όσο για πρόσωπα, όπως είπε φίλος «με εξαίρεση τα παιδιά, μερικά των οποίων έδειχναν κάποια τσογλαναρία, όλοι ανεπιτήδευτοι». Ομολογώ πως εγώ και τα παιδιά μάλλον νορμάλ τα είδα.


Πάνε, βέβαια, σαράντα, σαράντα ένα χρόνια από τότε. Προξενεί όμως κάποια εντύπωση ότι ένας κροίσος, που δεν ήταν ακριβώς δωρικής λιτότητας ούτε απαλλαγμένος από τάσεις επίδειξης, δεχόταν συγγενείς και φίλους με ρετσίνα, λαϊκό κρασί και μπίρα. Εντάξει, δεν τους φίλεψε Vat 69, προτίμησε Τζόνι, από τα πιο… πόσιμα της εποχής, δεν νοιάστηκε όμως να έχει κρασί καλύτερο, ούτε να βρει κάποιο από τα ακριβότερα ουίσκι (π.χ. Old Parr), που εκείνος μπορούσε εύκολα και τότε να προμηθευτεί.


Δεν είχε, είπαμε, ο Νιάρχος χαρακτηριστικά λιτοδίαιτου. Στη φωτογραφία αυτή νομίζω όμως ότι φαίνεται η εξέλιξη των καταναλωτικών συνηθειών και προτύπων μας. Όχι ότι οι Έλληνες διασκεδάζουμε πλέον μόνο με πράγματα ακριβά, αρκεί ένα πασχαλινό τραπέζι για να διαπιστώσει κανείς πως και σήμερα η ευωχία συνδυάζεται συχνότατα με παραδοσιακά εδέσματα, ούζο και χύμα κρασί. Στα χρόνια όμως που πέρασαν από τη συνάντηση της Σπετσοπούλας, ανακαλύψαμε οι περισσότεροι, ποιος λίγο ποιος πολύ, και το πολυτελέστερο, το ιδιαίτερο, το ακριβό.


Δεν είναι κακό. Αντανακλά μια συνολική πρόοδο κι ύστερα στο ακριβότερο έχει (ή μάλλον θα έπρεπε να είχε) επενδυθεί περισσότερη προσπάθεια, κόπος και έμπνευση, των οποίων τους καρπούς εύλογα θέλει κανείς να δοκιμάσει. Το ότι υπάρχουν εξαιρετικά φτηνά κοκκινέλια δεν αναιρεί την ποιοτική υπεροχή ενός Chateau Margaux. Η επιθυμία να το γευτεί κανείς δεν είναι, λοιπόν, παράλογη, ούτε οφείλεται ντε και καλά σε ψώνιο.


Μόνο που το ψώνιο υπάρχει. Κι αν η φωτογραφία από τη Σπετσοπούλα προκαλεί κάποια μελαγχολία είναι πως σήμερα η «πολυτέλεια» –ανάλογα με το επίπεδο καθενός– έχει σε κάποιο βαθμό επιβληθεί ως κοινωνικό μέτρο, ως δεσμευτικό πρότυπο. Μπαίνεις σε όλο και περισσότερα σπίτια όπου αισθάνεσαι πως, δίχως να υπάρχει οικονομικό περίσσευμα, νιώθουν υποχρεωμένοι να σου προσφέρουν ακριβό ουίσκι κι ότι εσύ με ένα ανάλογο υποχρεούσαι να εμφανιστείς. Βρίσκεσαι σε φιλικά τραπέζια με προεξοφλημένη την οινοποσία μέχρι τελικής πτώσης, όπου μόνο το κρασί θα έχει στοιχίσει στον οικοδεσπότη πενήντα χιλιάδες παλιές δραχμές. Σκέφτεσαι πως σίγουρα το κάνει για να μας ευχαριστήσει. Μήπως όμως φοβάται και λίγο ότι θα το σχολιάζαμε αν είχε πάρει κρασί «της σειράς»; Μήπως φτάσαμε να συνδέουμε υπέρμετρα την ευχαρίστηση με το ακριβό;


Τώρα που τα πράγματα σφίγγουν, αξίζει να θυμόμαστε το drink στη Σπετσοπούλα. Είναι ανθρώπινο και λογικό μια στο τόσο να θέλεις σαμπάνια. Οι καρδιές όμως ανοίγουν μια χαρά και με τσίπουρο και σαρδέλα.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Ο Κόνο θα αποστάξει ξανά
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Στην κάβα και στο κόμμα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers