Το φάντασμα του αρνιού
21.4.2009 
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από το Μαργκό. Το φάντασμα του αρνιού. Πάνω από το Chateau Margaux, μάλιστα, δεν είναι μόνο ένα. Χορός ολόκληρος από φαντάσματα τους στοίχειωσε το Πάσχα –και το Καθολικό και το Ορθόδοξο. Μαύρες γιορτές περάσανε. Αλλά και δίπλα, στο Μπορντό και στο Σεν Εμιλιόν, κρατούν την ανάσα τους. Θα έρθει και εδώ, ψιθυρίζουν και έχουν πλακωθεί στην έρευνα για συνταγές.


Ας τα πάρουμε από την αρχή. Με αφορμή πρόσφατο ποστ («Ο Νιάρχος και η ρετσίνα», http://www.homefood.gr/blogs/comments.asp?cat=1&id=3&txt=408) είχε γίνει διάλογος αν πάει το Chateau Margaux με αρνί («τρελός υιοθετείται;», που μας ρώταγαν στη Νομική). Όπως μου μεταφέρθηκε, εμπνευσμένοι από τη συζήτηση λίγοι άνδρες φίλοι μαζεύτηκαν σε ερευνητική βραδιά για να απαντήσουν το ερώτημα. Η κρίση, σκέφτηκαν, θέλει καλοπέραση. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, στο σπίτι του ενός, μάγειρα μερακλή αν και ερασιτέχνη, που ανέλαβε το αρνί –όχι στη σούβλα, στο φούρνο. Για να πικάρουν τους Γάλλους, να μη μας κουνιούνται στην κουζίνα, είχαν πάρει και κοντοσούβλι από την Κάνιγγος (ο Κάνιγξ το λάτρευε πραγματικά). Και δεν είχαν μόνο Chateau Margaux. Ήπιαν και Latour, να μη θεωρηθούν εθνικιστές, καθώς το Chateau Margaux το ‘χουν οι Μεντζελόπουλοι. Για να μην τα λέω με λόγια δικά μου, παραθέτω τη συνέχεια απευθείας από τα χείλη του Γ., ενός των συνδαιτυμόνων.


«Η απάντηση», μου είπε «ήταν ομόφωνη. Πάει το άτιμο (ή μάλλον πάνε). Ήδη με το κοντοσούβλι, η ουσία του ερωτήματος είχε απαντηθεί. Όταν όμως ήρθε, με υπόκρουση Χέντελ, το αρνί, στο φούρνο επί ώρες, κατέβηκαν οι άγγελοι με τα Ωσαννά. Ποίημα. Το ερώτημα ήρθε τούμπα. Τι πάει με αυτό το αρνί; Σε μια στιγμή ο διπλανός μου έγειρε στην πολυθρόνα και είπε “νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα”. Και τότε συνέβη. Ένα χέρι μπήκε από το παράθυρο και του άρπαξε το κομμάτι το αρνί από το χέρι (εντάξει, από το πιρούνι). Πεταχτήκαμε πάνω όλοι. Όσο γίνεται, δηλαδή, με την ηλικία και το αλκοόλ. Ο σκύλος, αλαφιασμένος, φρέναρε. Πήγε να ρίξει σάλτο, αλλά έπρεπε να περάσει πάνω από το μπουκάλι το Margaux και κώλωσε. Ευτυχώς. Στο παράθυρο ίσα που προλάβαμε να δούμε ένα λιμοκοντόρο να τρέχει κρατώντας αλουμινόχαρτο.


«Το περιστατικό», συνέχισε η «πηγή» μου, «δεν χάλασε τη βραδιά. Ο διπλανός μου πήγε να πάρει κι άλλο αρνί, τον ξέρανα με χτύπημα καράτε στον καρπό, ας μην έχανες το δικό σου, του είπα, βρε γύφτο, μου απάντησε, δεν φτάνει που ακόμη πίνω τσίπουρο και έχετε κατεβάσει ερήμην μου τα γαλλικά κάστρα όλα, θα μου κόψεις και το φαγητό, είχε δίκιο, λύθηκε η παρεξήγηση. Παρένθεση, όμως, αυτό, είπε λοιπόν τότε ο διπλανός μου, κάπως αστόχαστα, τώρα μπορώ να ακούσω τα πάντα. Είχα μαζί μου ένα cd τύπου “ο Καστριώτης διαβάζει Καστριώτη”. Μόλις το ‘δε ο διπλανός μου αποφάνθηκε: “Τελικώς δεν μπορώ”. Απαντήθηκε έτσι και αυτό το ερώτημα. Η φράση “μπορώ να ανεχτώ τα πάντα” είναι πάντα σχετική. Ακόμη και με τέτοιο αρνί.


»Η βραδιά δεν χάλασε, στο είπα ήδη. Επειδή όμως έχω κάποιες άλφα γνωριμίες και κάτι είχα ψυλλιαστεί, πήρα τηλέφωνο στο Τσέλτενχαμ. Ξέρεις, εκεί που κάτι Άγγλοι τρώνε κοτόπιτα με μπίρα μπίτερ, και λαθρακούνε όλες τις συνομιλίες του κόσμου. Παλικάρια, παρακάλεσα, στρέψτε τις κεραίες προς Μαργκό. Με λίαρ τζετ είχανε πάει, φίλε, οι τύποι το αρνί στο Σατό. Ταραχή μεγάλη. Δοκίμασε ο διευθυντής και σείστηκε ο (γαλλικός) ντουνιάς. “Ρε αχρείοι”, είπε “ποιος… (επί λέξει: “κελ πουστ”) μαγείρεψε τέτοιο πράγμα και εγώ πίνω το κρασί μας με διάφορες τρίχες αλά προβενσάλ;”. Κοκκίνισε ο άνθρωπος. Ξεφτίλα. Είχε και κοντοσούβλι από την Κάνιγγος, πρόσθεσε ο πληροφοριοδότης –και βία που πρόλαβε να φύγει, ερχόταν ολοταχώς προς το κεφάλι του ένα τασάκι κρυστάλλινο πέντε κιλά.


»Μάζεψε τα κουράγια του ο διευθυντής και σύρθηκε στο τηλέφωνο. Πήρε τη Φιλιππίν Ροσίλντ. Ήτανε σούρουπο βαθύ, αλλά είχε την άνεση. Το σήκωσε η ίδια. “Βρε Βαρόνη της πλάκας”, της είπε αντί για καλησπέρα ”επειδή η Κορίνα η Μεντζελοπούλου λείπει να τη ρωτήσω, έχεις φάει αρνί στο φούρνο με τα κρασιά σου;”. Η Βαρόνη του είπε κάτι για τη θεία του και τον κατσάδιασε γερά. ”Φυσικά, βλακωδέστατε, τρία χρόνια με τον μακαρίτη τον Αντρέα τον Μεντζελόπουλο τίποτε δεν έμαθες στο Chateau; Με προβενσάλ το πίνεις το premier cru; (σ.σ.: αυτό πόνεσε πολύ.) Εμείς γιατί λες ότι ονομάσαμε το κρασί μας Chateau Mouton; Σ’ αφήνω, όμως, μιλάω στο άλλο.”


»Κουνώντας απογοητευμένη το κεφάλι, η Βαρόνη σήκωσε το άλλο τηλέφωνο που το ’χε κρατήσει για λίγο ανοιχτό. ”Πες μου, φίλε μου”, είπε στο συνομιλητή της ”σίγουρα μπορώ να το αφήσω εφτά ώρες στο φούρνο το αρνί; Α, ωραία. Ούτως ή άλλως βράδυ αποκλείεται να φάω. Έχω αρχίσει από το απογευματάκι το τσίπουρο που μου έστειλες και κοντεύω να καθαρίσω ενάμισι λίτρο. Ευτυχώς λείπουν οι γιοι μου. Θα το πίνανε όλο, τα παλιόπαιδα”».


Υ. Γ. Έτσι η Βαρόνη αποκάλυψε ένα ιστορικό ψέμα. Από εκεί βγήκε το όνομα Chateau Mouton, όχι από το mothon, που σήμαινε ψηλό, όπως μας παραμύθιαζαν οι Γάλλοι. Αυτοί, που κλέβουνε το αρνί απ’ τα πιρούνια των τίμιων ανθρώπων.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Σε ποιους (νομίζουν ότι) μιλάνε
› 
Στην κάβα και στο κόμμα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers