Τ’ αδέλφια δεν χρειάζονται;
15.7.2008 
Απομεσήμερο σ’ ένα από το αξιοπρεπέστερα καταγώγια του Πειραιά (ως τέτοια νοούνται εκείνα τα μαγαζιά που ενίοτε τα προβάλλει κάποιος τηλεοπτικός παρουσιαστής ή πανεπιστημιακός, αλλά παρά ταύτα δεν χαλάνε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι, καταλαβαίνετε ποιοι, δεν τα αντέχουν, πάνε μια φορά και φεύγουν δρομαίοι), μια ωραία γυναίκα, τριανταπέντε γεμάτα, γιόρταζε τα γενέθλια του αδελφού της, τον οποίον πολύ καμάρωνε: εικοσάρης και ομορφόπαιδο. Παραγγελιά από την κυρία «Τ’ αδέλφια δεν χωρίζουνε» (μουσική Καλδάρας, στίχοι Βίρβος), να χορέψει τ’ αδέλφι –κι εκείνη να συνοδεύει.
 
Ο βάρδος, τσιγγάνος, όχι ακριβώς Πόλυ Πάνου, αλλά καλός, έδωσε την ψυχή του:

«Τ’ αδέλφια δεν χωρίζουνε,
η μοίρα το ’χει γράψει·
κι ανάμεσά τους όποιος μπει
φωτιά να τονε κάψει.
Όποιο συμφέρον κι αν μπει στη μέση,
να μας χωρίσει δεν θα μπορέσει».
 
Εκεί ακριβώς ο Τάκης ο ανταποκριτής έσκυψε και είπε: «Εξόν αν είναι για κτηματικά». Πρόβαλλε αμέσως μπροστά μας η μελλοντική εικόνα των χορευτών να μελετούν σε δικηγορικά γραφεία τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα και το συνυπολογισμό των δωρεών, ετοιμάζοντας εξώδικα και αγωγές. Καλοί πελάτες για τους δικηγόρους τα αδέλφια. Η μοίρα το ’χει γράψει. Τόσο που στο google, αν χτυπήσεις προς αναζήτηση τη φράση «τ’ αδέλφια δεν χωρίζονται», βγαίνει η ερώτηση «μήπως εννοείτε: τ’ αδέλφια δεν χρειάζονται;».
 
Μα τι ιστορία είναι κι αυτή, λέγαμε, προσέχοντας μήπως ακουστούμε και εισπράξουμε κανένα αδελφικό ξυλοφόρτωμα, να είναι τόσο συχνές και έντονες οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αδελφούς ακόμη και για μικρά πράγματα. Υπάρχουν άραγε αδέλφια μονιασμένα κι ας έχουν συμφέροντα να μοιράσουν;
 
Ναι, παρατήρησε κάποιος –και έδειξε το μπουκάλι στο τραπέζι. Cutty Sark. Berry Brothers & Rudd. Μαζί τόσα χρόνια κι ας είναι η περιουσία τους 80 εκατομμύρια λίρες και βάλε. Ένα ουίσκι σύμβολο συναδέλφωσης. Από τη συζήτηση προέκυψαν και οι λεπτομέρειες. Οι αδελφοί Berry, γόνοι μεσοαστικής οικογένειας, κληρονόμησαν ένα μαγαζί και κάτι κτήματα. Ο ένας τους ήταν κάπως επιπόλαιος, ο άλλος μυρμήγκι (σαν τον νέο προπονητή του Ολυμπιακού και χειρότερα). Τσακώθηκαν άσχημα. Ο ένας αδελφός έκανε αγωγή διανομής των κτημάτων, ο άλλος απάντησε με ασφαλιστικά μέτρα να ορισθεί διαχειριστής στο μερίδιο του αδελφού του στο μαγαζί. Βγήκαν μαχαίρια. Τότε ακριβώς ο Rudd, κοινός φίλος, παρενέβη. «Τι κάνετε, ρε μ…;», τους είπε, «ενώστε τις δυνάμεις σας, θα μπω κι εγώ εγγυητής και θα πλουτίσουμε όλοι».
 
Το συμφιλιωτικό ραντεβού έγινε σε σκοτεινή παμπ του Λονδίνου, στην οδό Σαιντ Τζέιμς, ένα μεσημέρι, Μάρτη του 1923. Τα αδέλφια ήπιαν άφθονο malt, κερνούσε ο Rudd γιατί οι Berry ήταν στις τσιφουτιές τους, μαλάκωσαν και αποφάσισαν να τα βρουν. Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε. «Όλα καλά, ρε Rudd», είπαν μ’ ένα στόμα, «αλλά δεν μας είπες, πώς θα πλουτίσουμε αφού το μαγαζί δεν τραβάει και τα οικόπεδα μόνο κάτι γιδοβοσκοί τα θέλουνε;». Ο Rudd αιφνιδιάστηκε, έτσι το ‘χε πει για να τους μονιάσει, δεν το εννοούσε. Ήτανε όμως μυαλό θηλυκό. Κοίταξε το τραπέζι: «Αφού μόνο να πίνουμε ξέρουμε, θα βγάλουμε ένα καινούργιο ουίσκι. Ανοιχτόχρωμο, όπως είναι το φυσικό του». Καθώς το Cutty Sark μόλις τότε γεννιόταν και δεν υπήρχε ακόμη, η πρόποση έγινε με κάτι άλλο, μπορεί και με Bushmill’s. Κι εκεί το πέταξε ο πλακατζής ο Rudd: «Να δείτε, παιδιά, που κάποιος Έλληνας θα βρεθεί να γράψει για σας: “Όποιο συμφέρον κι αν μπει στη μέση, να μας χωρίσει δεν θα μπορέσει!”» Το γέλιό του, λένε, αντήχησε σ’ όλο το Λονδίνο.
 
 
Υ.Γ. Για τους Berry και την ιστορία τους υπάρχει κι άλλη εκδοχή, πιθανότατα ακριβέστερη. Τη λέμε μια άλλη φορά.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers