Φτώχεια στη Λεωφόρο
30.3.2010 
Στο τραπέζι, σαρακοστιανό αλλά (ή μήπως «άρα»;) πλούσιο, συνδαιτυμόνες όλοι αρκετά σιτεμένοι, κάποιοι παλιοί γνωστοί, κάποιοι εκεί για πρώτη φορά – και η συζήτηση, αναπόφευκτη, για τη μεγάλη οικονομική πίεση που μας περιμένει τα προσεχή χρόνια.
 

«Πάντως», είπε ένας της παρέας, «πρέπει, για να μη τα βλέπουμε όλα μαύρα, να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλα βήματα ευημερίας τις τελευταίες δεκαετίες. Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 που πήγαινα γήπεδο στη Λεωφόρο, εκεί που είναι σήμερα τα μπαράκια είχε παιδιά ξυπόλητα, χαμοκέλες, φτώχεια πολλή.»
-«Βάζελος, ε;», τον διέκοψε με ύφος περήφανης συνενοχής ένας από τους συνδαιτυμόνες.
«Όχι, στη Λεωφόρο πήγαινα όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός. Από παιδί γαύρος είμαι.»
-«Στο Καραϊσκάκη δεν πήγαινες;»
«Ε, πώς! Συνέχεια.»
-«Δηλαδή, ρε φίλε, εκεί δεν έβλεπες φτώχεια; Δεν είχε ξυπόλητα παιδιά εκεί; Γιατί μας λες για τη Λεωφόρο;»
«Μα όχι, άσχετο, το είπα επειδή ήταν το κέντρο της Αθήνας, ξέρεις;»
-«Βρε άσε τα σάπια, τώρα, ήθελες να μας πεις ότι είχε φτώχεια στην Πανάθα, ενώ κάτω ήτανε άρχοντες» - κάπου εκεί δεν άντεξε ο δήθεν οργισμένος βάζελος, τον πιάσανε τα γέλια και σείστηκε πια το τραπέζι από τον χαβαλέ, διανθισμένο με παραδοσιακές αντρικές αβρότητες του τύπου «άντε θα πάρετε ένα πρωτάθλημα στα δώδεκα και ψηλώσατε ένα μέτρο, αδελφούλες» (το ντέρμπι στο ΟΑΚΑ, όπου η αφύπνιση Νταρμπισάιρ, δεν είχε γίνει ακόμη).
 

[Εκεί, ακριβώς, η μόνη γυναίκα της παρέας επιβεβαίωσε ότι το χάσμα των δύο φύλων δεν βρίσκεται στα εξωτερικά ή εσωτερικά γεννητικά όργανα, στο ότι οι μεν γεννούν και οι δε τίκτουν, αλλά στην άνω κεφαλή. Διάλεξε, η κυρία, τη στιγμή να απορήσει: «Μα γιατί γελάτε, έτσι; Ποιο είναι το αστείο;».]
 

Γύρισε, με τα πολλά, και με τα μάτια δακρυσμένα από τα γέλια, η συζήτηση πάλι στο οικονομικό, για να καταλήξουμε πως, πράγματι, η χώρα έχει ξεφύγει από τη φτώχεια –κατά μέσο όρο φυσικά- και ότι ίσως ακριβώς εκεί ήταν το λάθος (εκτός από τις κλοπές και τη δημόσια σπατάλη), ότι χειριστήκαμε την ευημερία χωρίς μέτρο, πως καταναλώναμε παραπάνω απ’ ό,τι μας αναλογεί και τώρα θα πρέπει να περιοριστούμε. Θα μας ζορίσει, θα είναι δυσάρεστο, αλλά δεν θα πεινάσουμε.
 

«Και ευτυχώς», είπε ο βάζελος υψώνοντας το ποτήρι με το πολλοστό τσίπουρο, «έχουμε σταφύλια, σκέψου να ήμασταν αναγκασμένοι να αποστάζουμε πατάτες.» Το Πάσχα, πρόσθεσε, έχει προγραμματίσει να πάει σε φίλο του στα Τζουμέρκα, που έχει δικό του τσίπουρο νέκταρ: «Ό,τι και να λέει ο Τούτουζας, αυτές τις μέρες θα του …. τη μάνα!»
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers