Είναι λίγες μέρες τώρα που ξεκινήσαμε τον παιδικό σταθμό. Οι περισσότεροι είμαστε στη διακεκαυμένη ζώνη των λίγο-πριν, λίγο-μετά τα 40. Ξεχειλώνουμε κάπως έτσι όπως καθόμαστε στα παιδικά καρεκλάκια περιμένοντας το βλαστάρι μας να προσαρμοστεί. Η πόρτα ανάμεσα σε εμάς και στην τάξη είναι ανοιχτή και τα πιτσιρίκια μπορούν να πηγαινοέρχονται. Οι οδηγίες λένε πως μένουμε βουβά πρόσωπα, αγαλματάκια ακούνητα-αμίλητα.
Προπαντός τα χέρια θέλουν έλεγχο, αλλά και το βλέμμα μια πειθαρχία τη χρειάζεται. Τα χέρια απαγορεύεται να αγκαλιάσουν το δίχρονο, γιατί αλλιώς πάει περίπατο η προσαρμογή. Θα είναι σαν να του λέμε «μείνε εδώ μαζί μου για πάντα, εδώ έχει ασφάλεια» κι έτσι δεν θα μπει ποτέ στην τάξη, όπως λένε οι ειδικοί.
Ο Δημήτρης κάνει χρήση του μέτρου της ανοιχτής πόρτας. Την τρίτη μέρα τα πράγματα δυσκολεύουν και προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται πιο ουδέτερη ακούγοντας το γλυκύτατο «μαμάκα» και μετά «πόρτα, πάμε» με ανυπομονησία.
Κοιτάζω τη μαμά απέναντι για να πάρω κουράγιο. Ο δικός της χρησιμοποιεί όλα τα βρώμικα κόλπα: την αγκαλιάζει, κρεμιέται πάνω της, κυλιέται στο πάτωμα, μπουσουλάει μέχρι την πόρτα, την… ανοίγει και ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Εκείνη, βράχος. Λυγίζει (αλλά από μέσα της).
Ένας μπαμπάς μιλάει στην ομορφιά του αγνοώντας το πρωτόκολλο της σιωπής. Άλλες μαμάδες έχουν πιάσει συζήτηση μεταξύ τους γενικώς για θέματα γονεϊκής. Ο Έκτορας, που έχει στον προθάλαμο και τη μαμά και τον μπαμπά του (ο μοναδικός), παραμένει στην τάξη. Από τους ελάχιστους που δεν πηγαινοέρχονται.
Προσπαθώ να θυμηθώ τα δικά μου δύο. Έχω μια μακρινή ανάμνηση από τον παιδικό, μια φριχτή μέρα που ζαλίστηκα από το πολύ «γύρω γύρω» κι έκανα εμετό (τι ντροπή).