Η Χαρά ζούσε πιά με σκιές.
Η μια σκιά ήταν του καλότατου. Χτυπημένος απ τον πόνο του θανάτου έφευγε το πρωί για το ραφείο του και γύριζε αργά το βράδυ. Μουγγός ,με γερμένους τους ώμους ,χαμένος στις σκέψεις του κι ανήμπορος να κάνει κουράγιο για να την στηρίξει.
Η άλλη σκιά ήταν ο Κέρβερος. Θεόρατη σκιά που μύριζε σαπούνι και λεβάντα, κουστουμαρισμένος και βλοσυρός ,ατσαλάκωτος. Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα από κείνους που κατάπιναν μονίμως τις μέντες και τα συναισθήματά τους μαζί μ ένα μπαστούνι σοβαροφάνειας και αυστηρότητας εσαεί. Που συγκέντρωναν στα σχολικά μας χρόνια μόνο αντιπάθεια. Η Χαρά ένοιωθε γι αυτόν μόνο φόβο και μίσος. Έκλαιγε όταν την μάλωνε, έτρεμε όταν της έκανε παρατηρήσεις για την πρόοδό της στα μαθήματα, αγωνιούσε όταν «την περνούσε απο κόσκινο» επειδή άργησε πέντε λεπτά απ τα Αγγλικά. Έτρεχε αγχωμένη να τον εξυπηρετήσει, να του ετοιμάσει τα ρούχα του, να φροντίσει για το φαγητό του. Ενα τεράστιο «πρέπει» επικρατούσε μέσα της σ αυτήν την αδερφική κατα τα άλλα σχέση και τίποτε άλλο. Και η εφηβεία της κάλπαζε.
Υποχρεωμένη να πηγαίνει δυό φορές την βδομάδα στα νεκροταφεία ,υποχρεωμένη να μαγειρεύει ,να πλένει, να σιδερώνει, να καθαρίζει την βρωμιά δυό μεγάλων ανδρών απ τα δεκατέσσερά της χρόνια, υποχρεωμένη να ξεχνάει τον εαυτό της ,η Χαρά έσβηνε σιγά σιγά από μέσα της τα καντηλάκια της ανθρωπιάς ,της ευαισθησίας, της κοριτσίστικης ανεμελιάς. Η μαύρη σχολική ποδιά που υποχρεώθηκε να φοράει για δύο χρόνια έσφιγγε και στραγγάλιζε την ψυχή της.Κανείς δεν νοιαζόταν γι αυτό. Η Χαρά ηταν η ίδια πιά μια σκιά που ξεγλιστρούσε απλά πότε πότε στο φως που την έκαιγε και την πονούσε με τον καιρό αντί να την γεμίζει αισιοδοξία και ευχαρίστηση. Το σκοτάδι έγινε ζωή της. Στο σκοτάδι οι σκιές εξαφανίζονται. Κι αυτό την ανακούφιζε.
Πότε πότε ερχόταν στην ζωή της και μια άλλη σκιά. Ενας μελαχρινός άντρας με κοντοκομμένο μουστάκι και μεγάλα υγρά μάτια σαν τα δικά της. Μεσήλικας. Κομψός, με γυαλισμένα ακριβά παπούτσια και στενά παντελόνια ψιλοκάβαλα με τσάκιση. Η Χαρά δεν τον αγκάλιαζε ποτέ ούτε τον κοιτούσε στα μάτια. Του φιλούσε το δεξί χέρι κρατώντας διακριτικά μια σωματική απόσταση, κοίταζε το μουστάκι του και το χρυσό δόντι που ξεπρόβαλε απ τα καλογραμμένα χείλη του όταν την κοίταζε χαμογελώντας και του μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Ο κύριος Στράτος ήταν νονός της. Ο ένας και μοναδικός άνθρωπος που της χάριζε δώρα από μικρή. Που της χάϊδευε το μάγουλο κι έπινε στην υγειά της το λικεράκι που του σέρβιρε, με το μικρό του δαχτυλό του σηκωμένο πάντα απ το ποτηράκι.
Η Χαρά χαιρόταν για τα δώρα που της έκανε σιχαινόταν όμως το μακρύ νύχι του που ξεπρόβαινε σαν μικρή δαγκάνα κάθε που σήκωνε το ποτήρι με το λικέρ. Μισούσε επίσης τον τρόπο που μιλούσε για την συγχωρεμένη της Πεντάμορφη. Εναν τρόπο που πρόδιδε περισσή οικειότητα και που τον έκανε να κοντανασαίνει όταν πρόφερε τ όνομά της βαθαίνοντας την φωνή του μες το λαρύγγι του.
Στο φως ανέβαινε με το ασανσέρ.
Ο επάνω όροφος που έμενα ήταν για την Χαρά η παρηγοριά της. Η οικογένειά μου την αγάπησε και την ζέστανε με περισσή φροντίδα. Γράφαμε και διαβάζαμε μαζί ,τρώγαμε και βλέπαμε τηλεόραση, η μάνα μου της έραβε ο,τι έραβε και για μένα και η Χαρά κρατούσε ένα μικρό τσαντάκι με τα προσωπικά της πράγματα εκεί σε μας .Είχε μέσα μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της Πεντάμορφης με εμπριμέ φόρεμα και λυτά μαλλιά βγαλμένη στους καταρράκτες της Έδεσσας. Πιό κει στη φωτογραφία ήταν ο καλότατος ,ο Κέρβερος κι ο κύριος Στράτος και μπροστά στα πόδια τους η Χαρά τριών χρονών σαν κουκίδα ανάμεσα σε γίγαντες. Είχε κι ένα χτενάκι με πούλιες που το φόραγε η μάνα της ,το τελευταίο της κραγιόν και μια εικονίτσα της Παναγίας. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα μυστικά της που δεν ήθελε να της τα βλέπουν άλλοι παρα μόνο εγω κι αυτή. Ολα τα άλλα τα είχε κλειδωμένα επτασφράγιστα μέσα στο σκοτάδι του μυαλού της σφιγμένα μέσα στο κουκούλι της λησμονιάς που έπλαθε με το αίμα της μέρα με την μέρα.
Συνεχίζεται