Μικρά καθημερινά του Ανέστη και της Γιαννέτας
23.7.2008 - 3:56:31 PM
Ο Ανέστης κι η Γιαννέτα είναι ένα ζευγάρι που μένει στο απέναντι σπίτι. Τα σπίτια εδώ είναι κολλητά το ένα στο άλλο και τα καντούνια στενά, πράγμα που επιτρέπει την άνετη παρατήρηση του διπλανού, μερικές φορές θέλοντας και μη.
Γύρω στα 70 αυτός, κοντά στα 63 εκείνη .Ψηλός και ευθυτενής αυτός, κοντούλα και αέρινη εκείνη. Ξυπνάνε αξημέρωτα. Ακούς τον χαρακτηριστικό ήχο των πιάτων που τρίζουν καθώς η Γιαννέτα τραβά μες στο χάραμα το μπρίκι για τον καφέ και μετά το χαμηλό μουρμουρητό τους καθώς πίνουν το καφεδάκι τους στην πίσω αυλή καθισμένοι στα «παγκούλια» τους.
Η πίσω αυλή, παραμελημένη εδώ και χρόνια από τους διπλανούς, τον τελευταίο καιρό άστραψε από την πάστρα και την ομορφιά, γιατί την ανέλαβε η Γιαννέτα. Κι όταν λέμε την ανέλαβε εννοούμε ολοκληρωτικά, γιατί η εν λόγω κυρία δεν κάνει μισές δουλειές. Έξυσε σιγά και προσεκτικά γύρω γύρω τους τοίχους στα μέρη όπου υπήρχαν «φαγώματα» απ’ τις βροχές, καθισμένη υπομονετικά σε μια κουρελού επί σειρά ημερών. Έφτιαξε μόνη της ένα μείγμα από άμμο, ασβέστη, λίγο τσιμέντο και νερό και το ‘ριχνε με το μυστρί προσεκτικά σαν να κεντούσε. Μετά το ίσιωνε με το «μαλά» ήρεμα και με μεράκι κι ύστερα, αφού τελείωσε, ήρθε και μας χτύπησε την πόρτα. Επειδή όλη αυτή η μικρή αυλή κατέληγε σ’ ένα «πορτόνι» με καμάρα χτισμένη γύρω στο 1800 κι η γυναίκα αυτή, που έβγαλε μόνο ένα δημοτικό σχολείο, ένιωθε πως θα ‘ταν σωστό να ρωτήσει πριν το ξύσει και το βάψει. Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Πώς να μη νιώσεις σεβασμό για μια τέτοια κυρία; Έναν άνθρωπο που με ευαισθησία θέλει να μάθει για το «πώς» και το «τι» μιας καμάρας; Κι έκανε ό,τι της είπαμε... κατά γράμμα. Δεν την έβαψε ροζ ροδακινί, δεν τη σκέπασε με πλαστικό χρώμα γυαλιστερό και μοδάτο, δεν την τραυμάτισε... Τη σεβάστηκε τόσο που σου έρχονταν δάκρυα στα μάτια καθώς την έβλεπες να την τρίβει μαλακά για να λάμψουν τα πετρόχτιστά της, καθώς μετά από κάθε κομματάκι της που το φρόντιζε πήγαινε δυο βήματα πίσω για να το καμαρώσει. Κι η καμάρα ζωντάνεψε. Έβγαλε όλη της την αρχοντιά και αντάμειψε την κυρία Γιαννέτα με μια χάρη που κάνει όλους εκείνους που περνάνε από το καντούνι να στρέφουν το κεφάλι τους για να την κοιτάξουν. Μετά, σε όλη αυτή τη μικρή αυλή η κυρία Γιαννέτα έβαλε γλάστρες από τη μια και την άλλη πλευρά αφήνοντας μια αγκαλιά στη μέση για τα δυο της τα «παγκούλια». Είμαι σίγουρη ότι όλο αυτό το καταπληκτικό σχέδιο το ‘φτιαχνε μες στο μυαλό της εδώ και καιρό, φυτεύοντας τα κολοκυθάκια, τις μελιτζάνες και τις ντοματούλες της στο Μελισσούδι και στη Γλυφάδα. Και το πραγματοποίησε. Για να πίνει τον καφέ της με τον Ανέστη της αξημέρωτα.