Η πρώτη φωτιά (Β' μέρος)
11.8.2008 - 8:54:34 PM
Υπήρχε επίσης στο χωριό «η ποτιστήρα» που εκτελούσε χρέη πυροσβεστικού οχήματος στην ανάγκη. Ήταν ένα μεγάλο αυτοκίνητο-δεξαμενή που έριχνε νερό κάθε απόγευμα στον μοναδικό κεντρικό χωματόδρομο του χωριού για να μη σηκώνεται σκόνη από τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν. Τρέχαμε πίσω της ένα τσούρμο παιδιά, γινόμασταν ένα με την σκόνη και το νερό. Άχνιζε το χώμα απο φρέσκιες γήινες μυρωδιές.
Εκείνο το καλοκαίρι προς τα τέλη του Ιούλιου είμασταν όλη η τσακαλοπαρέα πανω στ’ αλώνια από το πρωί. Ήταν μέρες με λίγο αεράκι πάντα, οι πρώτες μέρες του Αυγούστου. Το αλώνι ήταν ενας κυκλικός επίπεδος χώρος σε μέγεθος τόσο όσο χρειάζεται για να στηθεί ένα καρουσέλ. Ανήκε σ’ όλο το χωριό. Και για μας τότε σαν καρουσέλ και παιδική χαρά λειτουργούσε. Μας ανέβαζαν δυό-δυό πάνω στη ροκάνα ή αλλιώς στο πατητήρι και άρχιζαν οι βόλτες γύρω-γύρω. Αλώνιζαν ρεβύθια θυμάμαι εκέινη την εποχή μετά το στάρι και το κριθάρι που είχαν προηγηθεί. Τα μάτια του αλόγου που έσερνε τη ροκάνα ήταν δεμένα μ’ ενα μαύρο μαντήλι. Ρώτησα θυμάμαι γι’ αυτό το μαντήλι τον σπιτονοικοκύρη μας, που μ’ έπαιρνε μαζί του στα αλώνια, και γελώντας μου ειχε πει ότι το φορούν στο άλογο για να μην ζαλίζεται απ’ τους γύρους. Δεν ξέρω ακόμη αν μου έλεγε αλήθεια ή μου έκανε πλάκα...
Ρίχνανε τον καρπό τριγύρω από το αλώνι, περνούσαμε εμείς από πάνω του καθισμένοι στη ροκάνα, και το τσόφλι του καρπού θρυματιζόταν και μοσχοβολούσε. Μετά παίρνανε το «πχούλι», ένα ξύλινο πηρούνι με δύο δόντια και συγκέντρωναν τον καρπό στη μέση του αλωνιού. Κι εκεί άρχιζε η ιεροτελεστία του λιχνίσματος, ένα πανηγύρι για μας. Υπήρχε μια κίνηση που είναι μπροστά στα μάτια μου ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Ο κυρ Τάσος έπιανε το καρπολόι, ένα τρίκρανο ξύλινο πηρούνι σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα και σήκωνε τον καρπό ψηλά. Μου φαινόταν ότι τον πέταγε μέχρι τον ουρανό. Τα παιδικά μου μάτια κοίταζαν αυτά τα μικρά σποράκια να ανεμίζουν πάνω από το κεφάλι μου σαν σύννεφο κι εκεί στον αέρα γινόταν το μαγικό. Ο καρπός ξεχώριζε απο το τσόφλι του, έπεφτε πριν απ’ αυτό στη γη απο τη μια μεριά κι όλα τα ελαφριά μικρά κομματάκια από το τσόφλι του έπεφταν σε μια άλλη. Κάθε που η τρίαινα σήκωνε τον καρπό, εμείς τρέχαμε κάτω από ‘κει που γινόταν το ξεχώρισμά του. Έπεφτε επάνω μου τότε μια αχνή, λεπτή σκονίτσα σαν πούδρα που καθόταν παντού. Στα κοτσιδάκια μου, στα λιοκαμμένα μου μουτράκια, στα φρύδια μου... Έμπαινε και φώλιαζε στις μασχάλες μου, στο λαιμό και τα πόδια μου, στην κοιλιά μου. Πέταγα τους φιόγκους μου χάμω και δε μ’ ένοιαζε τίποτα. Ήθελα μόνο αυτό. Το μίγμα της σκόνης τ’ αλωνιού που μύριζε ρετσίνι και καμμένο αλεύρι να ραντίζει το κεφάλι μου, να χαϊδεύει τα μάγουλά μου κι εγώ πιασμένη απ’ το χέρι με τα άλλα παιδιά να ξεκαρδίζομαι και να τρέχω. Με την ευτυχία έναν καταρράχτη μέσα μου ...να σκάει στα τρίσβαθα του είναι μου και να μου ξεπλένει την ψυχή. Η ευτυχία εκείνη ακόμη με ακολουθει κι αναδεύεται μέσα μου κάθε που βλέπω καρπούς.
Την χαρά και το γέλιο μας εκείνο το πρωί τα διέκοψε ξαφνικά ο ήχος της καμπάνας του χωριού. Ακούγονταν ταυτόχρονα σφυρίχτρες απο τις βίγλες και τα σήμαντρα απ’ το μοναστήρι που ήταν στο διπλανό χωριό. Χτυπούσαν γρήγορα και δυνατά. Ειδοποιούσαν. Ο πευκώνας είχε πιάσει φωτιά.
(Συνεχίζεται)