Τα καραβάνια (προτελευταία συνέχεια)
18.3.2010 - 12:01:28 PM 

Μας έπιανε φρενίτιδα με την θάλασσα.

Αν δεν ζάρωναν οι ρόγες των δαχτύλων μας κι αν δεν μελάνιαζαν τα χείλη μας δεν βγαίναμε απ το νερό όσο κι αν φώναζαν απ έξω οι μανάδες μας.

Άλλο που μας γοήτευε σ αυτές τις διακοπές : για τρείς μήνες ζούσαμε εντελώς στην ύπαιθρο, στη φύση. Ακόμη κι όταν κοιμόμασταν νιώθαμε εκτεθειμένοι κι ελεύθεροι.

Εκείνη η εποχή είχε ένα χαρακτηριστικό. Την έντονη ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Πάρα πολλά παιδιά από μας ,ενώ είχαμε γεννηθεί και ζήσει στα πρώτα μας χρόνια  σε μονοκατοικίες , ξαφνικά μαντρωθήκαμε μέσα σε διαμερίσματα και ασφυκτιούσαμε  ανάμεσα σε τσιμέντα και σε πρασιές.

Ευτυχώς είχαν μείνει κάποιες αλάνες όπου ξεσπούσε η τρέλα μας αλλά κι αυτές με τον καιρό τις εξαφάνισαν πενταόροφες και επταόροφες οικοδομές . Ετσι οι διακοπές  και μάλιστα σε αντίσκηνα, μας θύμιζαν πολύ τα πρώτα παιδικά ανέμελα χρόνια που ζήσαμε στις αυλές. Ειδικά από την άνοιξη και μετά, που μεταφερόταν εκεί η ζωή όλης της οικογένειας. Το μαγείρεμα,το πλύσιμο των ρούχων στο πλυσταριό, το μπάνιο στη σκάφη με νερό που το ζέσταινε ο ήλιος, η αυτοσχέδια κούνια του μωρού ανάμεσα σε δυό δένδρα ,τα τσιμπούσια το βράδυ στην δροσιά και πολλές φορές κι ο βραδυνός ύπνος στο ράντζο με μια παλιά κουνουπιέρα στο κεφάλι. Ολα αυτά τα είχαμε χάσει και τα ξαναβρίσκαμε μπροστά μας σ αυτές τις ιδιόμορφες διακοπές με το ελεύθερο κάμπινγκ.

Βέβαια ελεύθερο κάμπινγκ ονομάστηκε αργότερα που έγινε μόδα  κι αρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και τα πρώτα καταστήματα με τους φοβερούς πολύχρωμους ειδικούς εξοπλισμούς  από πλαστικό και αλουμίνιο.

Αντίσκηνα  σαν ιγκλού, σαν ινδιάνικα, σαν «κάπως» οπωσδήποτε , που κατάληξαν στο τέλος σε σκηνές  τεσσάρων υπνοδωματίων ,με σαλοτραπεζαρία ,κουζίνα, χημική τουαλέτα, δωμάτιο των  ξένων και γκαράζ.

Τραπεζάκια με ενσωματωμένα καρεκλάκια, πολυθρονοξαπλώστρες, επώνυμες ομπρέλες ,φουσκωτά στρώματα υπέρδιπλα, φραπεδοκαρέκλες με θηκούλες για το βιβλίο ,το ποτήρι, τα γυαλιά ηλίου, το σκουφάκι του μπάνιου κι όποια άλλη θηκούλα και θηκάκι βάζει ο νούς του ανθρώπου που έπρεπε να γεμίσουν.Λάμπες και φαναράκια πολυτελείας  για την βραδυνή ατμόσφαιρα, όλων των μεγεθών τα νεσεσέρ με αντηλιακά με δείκτες προστασίας ανω του 1100 ,καθώς και spray Evian για την ενυδάτωση του δέρματος του προσώπου και του ντεκολτέ.

Ψυγεία αερίου ,μπαταρίας ,άλλα ψυγειάκια  αναψυκτικών για την ακρογιαλιά, υπνόσακκοι με πούπουλο χήνας ,πάπιας ,κότας και φραγκόκοτας και μετά από όλα αυτά ονομάστηκε και «οργανωμένο κάμπινγκ» πιά  κι άρχισε να ξαναμαντρώνεται το όλον πράγμα.

Και μάλιστα μόλις ξαναμαντρώθηκε άρχισε  να στοιχίζει κι ακριβά γιατι πώς να το κάνουμε; Αλλο πράγμα είναι να βγαίνεις απ το αντίσκηνο και να σού’ρχεται στη μούρη η παρκαρισμένη ζόντιακ και το 4X4 κάτω από μπαμπουδένιο κιόσκι κι άλλο να ξυπνάς το πρωί και να βλέπεις μόνο άμμο και θάλασσα. Αντε και καμιά καλαμιά ,η κανέναν τρελό που γύριζε το χάραμα από καθετή ,με το καλαθάκι γεμάτο μουρμούρες που μοσχοβολούσαν  θάλασσα.

Το πρώτο το πληρώνεις με χρήμα- δεν γίνεται αλλιώς .

Το άλλο σου χαρίζει και του χαρίζεσαι.

Με  κόπο; με πόνο; Εχει καμμια σημασία; Δικά σου όλα.

Αλλά και το θαύμα δικό σου.

Ο κόπος βέβαια που μπορούσα τότε ν αντιληφθώ είχε άμεση σχέση με την χειρωναξία. Η διαδικασία των καλοκαιρινών διακοπών μας απαιτούσε  πολλή δουλειά και μεράκι εκ μέρους των μεγάλων.

Ολες οι σκηνές ηταν από χοντρό καραβόπανο στο φυσικό του χρώμα. Οι διαστάσεις τους 4x12 μέτρα πάνω κάτω και δυόμιση μέτρα ύψος στο ψηλότερο σημείο τους. Με  άνοιγμα πίσω και εμπρός. Οι τέντες τους, κι αυτές από το ίδιο υλικό και σε διαστάσεις  10x24 περίπου για να προφυλάγονται οι κυρίως σκηνές και να περισσεύει και για την σκιά περισσότερο στο μπροστινό μέρος. Για μια σκηνή τέτοιων διαστάσεων  με την τέντα της χρειαζόντουσαν  56  ξύλινοι κυλινδρικοί πάσαλοι στήριξης  εκατέρωθεν των μεγάλων της πλευρών. Οι 28 για το κυρίως σώμα της σκηνής και οι 28 για την τέντα της. Τρία δοκάρια των δυόμιση μέτρων , τετραγωνισμένα  για το μέσον και τα δύο άκρα της και ένα μεσαίο το πιο χοντρό με μήκος 12 μέτρα που ήταν σπαστό λόγω του μεγέθους του σε δύο κομμάτια που θηλύκωναν μεταξύ τους  με σιδερένιο μεντεσέ.Μπροστά, υπήρχαν άλλοι τέσσερις πάσσαλοι για να στηρίζουν την τέντα της πρόσοψης, του ίσκιου.

Από τον Μάη μήνα  αυτά τα αντίσκηνα  ξεδιπλώνονταν σε κάποια μεγάλη αυλή και πλένονταν με το λάστιχο μέσα-έξω. Ηθελε τουλάχιστον πέντε άντρες γεροδεμένους αυτή η δουλειά γιατι ήταν ασήκωτα ,ιδιαίτερα όταν μούσκευαν. Μετά , όσο στέγνωναν στον ήλιο οι σκηνές, βάφονταν ολοι οι πάσαλοι σε ένα σκούρο κυπαρισσί χρώμα και τα εξήντα ξύλινα  στρογγυλά καπελάκια τους, σε κεραμιδί.

Ηταν δουλειά πολλών ωρών. Κι οι άντρες είχαν τότε μόνο μια Κυριακή για να ξεκουραστούν.

Ηταν όμως μερακλήδες .

Παλιάς κοπής άντρες.

Επιαναν  τα χέρια τους.

Βοηθούσε ο ένας τον άλλον.

Αγαπούσαν αυτό που έφτιαχναν.

Δεν έλεγαν πολλά.

Ονειρεύονταν μόνο τα γλέντια του καλοκαιριού.

Κι ήθελαν πάνω απ όλα την επιβεβαίωση και το χαμόγελο της γυναίκας τους.

«Όμορφο Αφροδίτη;»

«Πολύ ωραίο Σωκράτη»

Απλά αυτό.

Τους έφτανε και τους περίσσευε.

Ξεκάθαρα  πράγματα.

 

 

(ακολουθεί το τελευταίο μέρος)

 


 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Αλλαγή εποχής, φροντίδα για τα χαλιά και τις φλοκάτες
› 
Τα καραβάνια
› 
Tα Αλατισμένα.
› 
Τα Αλατισμένα/2
› 
Ποιος ήταν τελικά ο φταίχτης/2
© ΙΣΤΟΣ 2024
Φαραώνα
Η Νατάσσα Φωκιανίδου ζει στη Θεσσαλονίκη και ασχολείται με τη μικροϋφαντική.
« Bloggers