O έρωτας,ο βάτραχος και μία πέτρα.
Ο φίλος είναι απ τα παλιά.
Χανόμαστε και ξαναβρισκόμαστε εδώ και χρόνια μεταξύ Αθήνας –Θεσσαλονίκης –Κέρκυρας. Μεταξύ πολλών γεννήσεων και θανάτων, σχέσεων και χωρισμών, καταστροφών και θαυμάτων.
Γεννημένοι κι οι δυό την ιδια χρονιά ,μοναχοπαίδια, έχουμε κοινά βιώματα αλλά πάνω απ όλα μας ενώνει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός..Αν έχω γνωρίσει πέντε ανθρώπους με ανεξάντλητο χιούμορ ,ενας απ αυτούς είναι κι ο Κ. Εχουμε τέτοια ταυτοσημία στην άποψη ότι η ζωή ακόμη και στις πιο σοβαρές της φάσεις είναι μόνο για γέλια, που στάθηκε αδύνατον ακόμη και να ερωτευθούμε μεταξύ μας.Οποτε συναντιόμαστε, αρκεί να κοιταχτούμε στα μάτια και αυτομάτως αναλυόμαστε σε γέλια μέχρι δακρύων.Αν μας ακούσει κάποιος τρίτος να μιλάμε, δεν μπορεί να καταλάβει ποιό απ αυτά που λέμε είναι αληθινό , φανταστικό,σοβαρό ,αστείο η τραγικό.Αφού καμμιά φορά μπερδευόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Τον ρώτησα κάποτε γι αυτό το χιούμορ.Και μου διηγήθηκε ένα γεγονός που αναποδογύρισε το μέσα του και τον έμαθε να αυτοσαρκάζεται από τότε.
Ο Κ. λοιπόν κάποτε στα νιάτα του ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε μια ύπαρξη ντελικάτη,μια κοπέλα διάφανη σχεδόν, με λεπτούς τρόπους ,ολιγόλογη,που έπαιζε πιάνο,μάθαινε μπαλέτο,γαλλικά, είχε μακριά ξανθά μαλλιά και αλαβάστρινα λεπτά άκρα. Ένα κορίτσι με εξαιρετική ευγένια,με τρόπους και καλή ανατροφή. Ο φίλος μου έψαχνε να βρεί κάθε τι που θα την ευχαριστούσε.Της πήγαινε λουλούδια σε κάθε τους συνάντηση,της άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου,της τραβούσε το κάθισμα για να καθήσει,την άγγιζε με αβρότητα και σεβασμό κι εν πάση περιπτώσει ενοιωθε όμορφα μαζί της κι ηταν πολύ ευτυχισμένος.Και μέχρι εδώ όλα κυλούσαν μεταξύ τους αρμονικά.Σχεδόν παραμυθένια. Ωσπου αποφάσισαν εκείνη την εκδρομή στην Κέρκυρα.Ηταν προχωρημένη άνοιξη και το νησί σχετικά ήσυχο από τουρίστες.Ο Κ. έκρινε ότι δεν θα υπήρχε πάνω στον πλανήτη καλύτερο μέρος για να πάει με την καλή του κι ετσι κι έγινε.
Οι πρώτες μέρες τους κύλησαν εξαίσια.Βόλτες στην θάλασσα το πρωί, κολύμπι, συζητήσεις περι ανέμων και υδάτων και τα βράδυα περίπατοι και ρομαντζάδες στα καντούνια. Τις νύχτες ο Κ. κοιμόταν στην άκρη του κρεβατιού και το μόνο που επέτρεπε στον εαυτό του ηταν ένα απαλό χειροφίλημα κι ένα ελαφρύ χάδι στους κροτάφους της. Απο μέσα του έβραζε ο έρωτας και η σάρκα του την αποζητούσε κολασμένα αλλά πίστευε ότι μια τέτοια ύπαρξη ήθελε παλαιάς κοπής συμπεριφορές και δεν ήθελε επ ουδενί να την τρομάξει. Επιθυμούσε να της δώσει ό,τι καλύτερο από τον εαυτό του και την θεωρούσε α πριόρι ανέραστη ,πράγμα που τον εκανε ιδιαίτερα προσεκτικό τις ιδιαίτερες στιγμές τους.
Ενα πρωινό αποφάσισαν να μην κατεβούν σε παραλία. Ακολούθησαν μια διαδρομή στο δάσος ,βρήκαν ένα ποταμάκι κι απ το σκηνικό έλειπαν μόνον ο Πήτερ Πάν και οι Νεράιδες. Η Ελίζα με λυτά τα μαλλιά της έκατσε δίπλα του κι άρχισαν να μιλούν για μουσική, λογοτεχνία,ποίηση…ονειρεύτηκαν τα μέρη που θα θελαν να ταξιδέψουν μαζί ,τα μάτια της ηταν υγρά κι ερωτευμένα κι ο καλός μου φίλος ελυωνε σαν το κεράκι της Λαμπρής .Ωσπου ακούστηκε το πρώτο βρεκεκέξ κουάξ κουάξ.Σταμάτησαν την συζήτηση και είδαν έκπληκτοι ένα πράσινο βατραχάκι να κάθεται σε μια πέτρα πολύ κοντά τους. Ο βάτραχος ευτυχής καλούσε το ταίρι του και κάθε τόσο επαναλάμβανε το βρεκεκέξ και το κουάξ φουσκώνοντας την κοιλιά του επιδεικτικά. Η Ελίζα έδειχνε ελαφρώς ανήσυχη κι ο Κ. συνέχιζε να χαμογελά μακάριος αγγίζοντάς την καθησυχαστικά τα ακροδάχτυλα.Μετά την είδε να σηκώνεται και διέκρινε στην κίνησή της κάτι από αιλουροειδές,που του σήκωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά. Η Ελίζα …η Ελίζα του, άλλαξε όψη σε δευτερόλεπτα.
Τα μαλλιά της έφυγαν προς τα πίσω ανακατωμένα, τα μάτια της αγρίεψαν ,στέγνωσαν,τα χείλη της σφίχτηκαν κι είδε τούς μύς απ τα απαλά εκείνα μάγουλα να συσπώνται απανωτά.Την είδε να σκύβει μαλακά προς το έδαφος καμπουριάζοντας το κορμί με μια κίνηση ύπουλης κρυμμένης επιθετικότητας, που του κοψε την ανάσα.
Η Ελίζα …η Ελίζα του… σήκωσε μια μεγάλη πέτρα,έκανε σχισμές τα μεγάλα υγρά μάτια της, σημάδεψε τον βάτραχο,ακούστηκε το σχλάτς από σάρκες που συνθλίβονταν, αυτή μισοχαμογέλασε με την δεξιά γωνία των χειλιών της καθώς τον έβλεπε να ψιλοκουνιέται μέχρι να ξεψυχήσει τελειωτικά και μετά ανακάθησε δίπλα του.Τα μαλλιά της ξανάγιναν ολόξανθος χείμαρος ,το προσωπάκι της έλαμψε κάτω απ τις σκιερές φυλλωσιές και τα μάτια της τον κοίταξαν αθώα και υγρά όπως πρίν.
Μέσα σε λίγα λεπτά.
Η ζωή όμως ,η ζωή του, έφυγε μέσα απ τα πόδια του που τά νοιωσε να κόβονται απ τα γόνατα.Τα λίγα αυτά λεπτά στάθηκαν ικανά να αναποδογυρίσουν όλο τον κόσμο μέσα του.
Σηκώθηκε ,της γύρισε την πλάτη κι έφυγε.
Για πάντα.
Δεν την ξαναείδε.
Ούτε αυτή τον αναζήτησε.
Ο Κ. από τότε έκανε τρόπο ζωής το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό.
Μερικοί τον βρίσκουν κυνικό και τον σιχαίνονται.
Εγώ πιστεύω ότι είναι τρυφερός ,ευαίσθητος και ειλικρινής.