Λέγεται και ασκάθαρος και βαζιούνο, συγγενεύει με το σπάρο, το σαργό, το μελανούρι.
Μήκος: 45 εκ.
Χρώμα: σκούρο μολυβί, κοιλιά πιο ανοιχτή, στα πλευρά μακρουλές σταχτογάλαζες ή γαλαζόμαυρες γραμμές.
Το κεφάλι μικρό, το μέτωπο κυρτό, τα μάτια μεγάλα, στόμα πολύ μικρό με πολλές σειρές λεπτούς κοπτήρες, χωρίς τραπεζίτες.
Τα σκαθάρια είναι ερμαφρόδιτα, περνούν από στάδιο θηλυκό, σε αρσενικό. Την εποχή που ζευγαρώνουν διαφέρουν πολύ. Τ’ αρσενικά έχουν πολύ ψηλή ράχη και σώμα πολύ στρογγυλό, το μέτωπο απ’ το πλάι φαίνεται σα βαθουλωμένο, το βασικό χρώμα τους ζωηρεύει και μια ταινία γαλαζοπράσινη λάμπει ανάμεσα στα μάτια τους. Τα πτερύγια έχουν επίσης χρώμα γαλάζιο ή απαλό μενεξεδί, η ουρά καταλήγει σε μαύρη, κάθετη ταινία. Οι νεαρές θηλυκές έχουν ράχη γκρίζα προς το ασημί και καστανόγκριζες σειρές στα πλευρά. Όταν κινδυνεύουν αλλάζει ο χρωματισμός τους, σβήνουν ή παρουσιάζουν περισσότερες κάθετες, πλατειές γραμμές.
Τα μικρά σκαθάρια ως 20 εκ. ζούνε κοντά σε βράχους της ακρογιαλιάς, τα μεγάλα προτιμούνε την άμμο σε βαθειά νερά. Πριν ζευγαρώσουν σκάβουν εκεί με την ουρά φωλιές μεταφέροντας άμμο με το στόμα, το θηλυκό στρώνει τ’ αυγά του χάμω κανονικά· εκεί τα προσέχει και τα εξαερίζει τ’ αρσενικό επί 9 μέρες περίπου ώσπου να σκάσουν.
Υπάρχουν άφθονα
σκαθάρια στα ελληνικά νερά, ψαρεύονται με
καθετή και
κιούρτους ή με καλάμι από στεριάς καθώς και με
παραγάδια και δίχτυα. Το κρέας τους είναι δεύτερης ποιότητας.