α) λέγεται και γυλάρι και γαϊτανούρι.
β) λέγεται και γραβανάς και κόρνος.
Μήκος: 15-25 εκ.
Χρώματα: πολύ ζωηρά.
α) με μια κόκκινη και πορτοκαλιά σπασμένη γραμμή στα πλευρά ως την ουρά, το θωρακικό πτερύγιο μαύρο.
β) σ’ όλο το σώμα του λεπτές, κάθετες γραμμές, πυκνές κόκκινες, γαλάζιες, κίτρινες, μια μαύρη ταινία περιζώνει το θώρακα, επίσης στα ραχιαία και κοιλιακά πτερύγια σ’ όλο το μάκρος χαμηλά μαύρη γραμμή.
Είναι και τα δύο είδη ερμαφρόδιτα, περνούν 3 διαφορετικές φάσεις, πρώτα θηλυκά, έπειτα μια σύντομη μεταβατική φάση, τέλος γίνονται αρσενικά, τότε είναι ο χρωματισμός τους πολύ ζωηρός.
Του α) το ουραίο πτερύγιο –η ουρά– είναι στρογγυλό και μικρό, του β) είναι διχαλωτό με τις κίτρινες ακτίνες μακρυές και μυτερές.
Και τα δυο είδη τριγυρίζουν στα ρηχά κατά μικρές ομάδες, το β) είδος είναι πιο σπάνιο. Είναι πολύ ευκίνητοι και πονηροί, δύσκολα πιάνονται: «γύλος είμαι σε γελώ και το δόλο σού χαλώ». Κολυμπούνε αδιάκοπα όλη μέρα, τη νύχτα κατακαθίζουν στο βυθό ακουμπισμένοι στο ένα πλευρό ακίνητοι. Τρώνε διάφορα μαλάκια, γαριδίτσες κι έχουν δόντια πυκνά και μυτερά.
Ψαρεύονται με καλάμι και αγκίστρι ψιλό, με κιούρτους, πιάνονται και στα δίχτυα της τράτας. Το κρέας τους λίγο αλλά νόστιμο, τους χρησιμοποιούν και για δόλωμα.
Εύκολα συνηθίζουν και ζουν στα ενυδρεία.