Τις λένε και χειλούσες και λαπίνες, συγγενεύουν με τους γύλους. Υπάρχουν 4-5 είδη με διαφορετικές επιστημονικές ονομασίες: labrus bimaculatus, l. turdus, l. bergylta, crenilabrus tinca, crenilabrus ocellatus κ.ά. επίσης και διάφορες κοινές ελληνικές: μαυροχειλούτες, περδικοχειλούτες, πράσινες, γιαμαρέλες που δεν αντιστοιχούν στην επιστημονική κατάταξη προσδιορίζονται κυρίως απ’ το χρώμα.
Μήκος: από 15 ως 50 εκ.
Χρώμα: παραλλάζουν από κοκκινωπές σκούρες σε πορτοκαλιές, μάλιστα οι θηλυκές αναλόγως την εποχή και το βάθος που ζούνε, από πράσινες σκούρες σε μαύρες, άλλες δίχρωμες μαύρες και πορτοκαλιές από βαθειά νερά ή την εποχή που ζευγαρώνουν, άλλες πλουμιστές –πέρδικες– με κόκκινες βούλες και άσπρες, σχέδια κυματιστά στα πλευρά και στα πτερύγια.
Το σώμα τους παχύ, με τομή σχεδόν ωοειδή, τα λέπια χοντρά και στρογγυλά 50-60 στην πλευρική γραμμή, το στόμα με χείλια μεγάλα, τα πετά εμπρός σα λαστιχένια και αρπάχνει την τροφή, τα δόντια διαφέρουν κατά το είδος, η turdus και η bimaculatus π.χ. έχουν μυτερά και μακριά τα μπροστινά και πλάκες κοφτερές στρωμένες μέσα. Το ραχιαίο πτερύγιο είναι μονοκόμματο, οι πρώτες του ακτίνες σκληρές με μύτες σα ψαλιδισμένες, η ουρά στρογγυλεμένη.
Πριν τη γέννα, τον Μάιο, η αρσενικιά σκάβει με την ουρά της μια γουβίτσα στην άμμο σα φωλιά, εκεί αποθέτει τ’ αυγά η θηλυκιά, είναι σαν κολλητικό ζυμάρι και βαρειά, δεν επιπλέουν.
Ζούνε σε αρκετά βαθειά νερά, 100 μέτρα και άνω, αλλά και σε ρηχά 5-10 οργιές, τρώνε μαλακόστρακα, σκουλίκια, κλπ. Τις ψαρεύουν με
μανωμένα δίχτυα, με
παραγάδια, καθώς και με
πεταχτάρια και
καλαμίδια με αγκίστρι ψιλό. Το κρέας τους τρυφερό και άσπρο.