Ολισθαίνουμε επικινδύνως
6.1.2011 
Ύστερα από μία εβδομάδα στη Γερμανία, συγκεκριμένα στο Μόναχο, η πρώτη παρατήρηση που έχω να κάνω με την επιστροφή μου στη γιορτινή (λέγε, λέγε θα το πιστέψεις) Αθήνα αφορά το οδόστρωμα. Δρόμοι και πεζοδρόμια, στην παγωμένη (από 0 ως -10, οι θερμοκρασίες που «απήλαυσα») χώρα της (παγωμένης) Ανγκελα ήταν ο παράδεισος του περιπατητή. Επειδή, πρώτον, υπήρχαν πεζοδρόμια άνετα, φαρδιά, χωρίς παρκαρισμένα αυτοκίνητα πάνω τους. Δεύτερον, οι οδηγοί, αν έκανες το παράπτωμα να περάσεις τον δρόμο, σταματούσαν ευγενικά. Τρίτον και σπουδαιότερον: Η πλακόστρωση, παρά το πυκνό χιόνι που σε ορισμένα σημεία δημιουργούσε πάγο, δεν γλιστρούσε. Και με γαλότσες και με αθλητικά παπούτσια περπάτησα όλες τις ώρες της ημέρας, χωρίς φόβο: Από το πρωί, οπότε ένας δειλός ήλιος δημιουργούσε γκρίζα σούπα στα κράσπεδα, έως αργά το βράδυ που η σούπα άλλαζε μορφή, στερεοποιούνταν και αποκτούσε λευκό χρώμα. Σταθερά και σίγουρα τα βήματά μου. Αντιθέτως, στην Αθήνα της περασμένης Δευτέρας, η οποία με υποδέχτηκε με πολύ πιο φιλικές θερμοκρασίες από τη Γερμανία αλλά και με μια επίμονη, σιγανή βροχή, έκανα πατινάζ για να φτάσω στο γραφείο.

Παρ' ότι φορούσα τα ίδια ασφαλή παπούτσια πεζοπορίας που είχα και στο Μόναχο, τα οποία δεν φοβήθηκαν χιόνια και πάγους, κινδύνευσα αρκετές φορές να σωριαστώ στα αφιλόξενα πεζοδρόμια της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Τι είχε συμβεί; Όπως άραγε κάτι συμπατριώτες μου που πηγαίνουν για μία εβδομάδα στο Λονδίνο και όταν επιστρέφουν δεν λένε ουίσκι αλλά «σκατςςς» (με παχύ το «τςςς»), έτσι και εγώ, ύστερα από μία εβδομάδα στο Μόναχο, είχα ξεχάσει να περπατώ στους δρόμους της Αθήνας; Συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι η πλατεία Κλαυθμώνος μού πέφτει μικρή και άχαρη, σε αντίθεση με τη Μαρίενπλατς, που πολύ μου ταιριάζει; ΄Η καλόμαθα τόσο γρήγορα στη μη ολισθηρή (μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου) Γερμανία; Γιατί, ως γνωστόν, εμείς, στην Ελλάδα, ολισθαίνουμε. Απ' όπου και αν το πιάσεις το πράγμα, ολισθαίνουμε. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ενώ στη χώρα της μπιροκατάνυξης, ακόμη και ύστερα από τρία ποτήρια-γίγας, στο σπίτι σου φτάνεις αρτιμελής. Είναι, φαίνεται, καλύτερης ποιότητας τα υλικά με τα οποία στρώνουν εκεί τους δρόμους τους, τις ζωές τους. Εδώ, με μια βροχούλα, πνιγόμαστε. Και τα πεζοδρόμια γίνονται πίστες τις οποίες διασχίζουν έντρομες οι γιαγιάδες, παίρνοντας πόζες που θα ζήλευε και η Καταρίνα Βιτ στα καλύτερά της, ώσπου να προσγειωθούν στον απέναντι κάδο απορριμμάτων. Δεν σου παρέχει ασφάλεια αυτή η χώρα, ακόμη και αν το μόνο που θέλεις είναι να διασχίσεις ειρηνικά μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι σου ως τη δουλειά σου.

Και η ολισθηρότητα, που κάνει την καθημερινότητά μας τόσο δύσκολη, διαρκώς επιδεινώνεται. Ολισθηροί δρόμοι και πλατείες (όποτε βγαίνω με βροχή από το μετρό στο Σύνταγμα κάνω τον σταυρό μου, μην και πάρω με τρελά γκάζια τον κατήφορο και καταλήξω στο Μοναστηράκι), μια απ' τα ίδια η οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Είναι αποκαρδιωτικό. Το λέω εγώ, ένας από τους τυχερούς που εν μέσω οικονομικής κρίσης δεν πληρώνουν δάνεια. Και που κατάφερα και φέτος, τη στιγμή που άλλοι έχουν περιορίσει δραματικά τα έξοδά τους, να φτάσω μέχρι Ινσμπουργκ για λόγους αναψυχής. Αυτό ήταν! Εκεί, στις Άλπεις, ξέχασα για λίγο τις εθνικές γλίστρες. Και θυμήθηκα ότι η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου. «Τι σου έλεγαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί όταν μάθαιναν ότι ήσουν Έλληνας;» με ρώτησαν οι φίλοι μου, άλλοι αναμένοντας το ανάθεμα για τη χρεοκοπία μας και για τις απαιτήσεις μας για βοήθεια, άλλοι ένα φιλικό χάδι στην πλάτη και ένα παρηγορητικό «θα τα καταφέρετε, εσείς οι Έλληνες πάντα τα καταφέρνετε». Τίποτε δεν μου είπαν. Μόνο ένας-δύο ήθελαν να μάθουν αν είναι καλύτερα να κλείσουν ξενοδοχείο για το επόμενο καλοκαίρι στη Σαντορίνη ή στη Μύκονο.
 
Κατά τα άλλα, η τραγωδία μας δεν απασχολούσε κανέναν, η χώρα μας ήταν απούσα από όλα τα δελτία ειδήσεων, κηδειόσημα για την «τελετή αποχαιρετισμού της υπέργηρης Ελλάδος» δεν είδα κολλημένα σε κανέναν τοίχο. Μόνο τα εντυπωσιακά γλυπτά από τα αετώματα του ναού της Αφαίας είδα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Και έζησα μία από εκείνες τις στιγμές όπου ξαφνικά συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να αισθάνεται υπερήφανος ως (χρεοκοπημένος, έστω) Ελλην. Μια αίσθηση που σε συνοδεύει και στην έξοδό σου από το μουσείο. Και που γίνεται πιο έντονη όταν, περπατώντας στους ασφαλείς και αντιολισθητικούς χιονισμένους δρόμους, επιβεβαιώνεις τον θαυμασμό των Γερμανών στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει αποτυπωθεί στις προθήκες των εμβληματικών κτιρίων τους και στα αγάλματα που στολίζουν πλατείες και δρόμους. Μετά επιστρέφεις στην πατρίδα, και εκεί, στα πέριξ της Πλάκας, «μετράς» τις πλάκες του φρεσκοπλυμένου από την ξαφνική βροχή πεζοδρομίου, βρίζοντας και τον Ικτίνο, και τον Καλλικράτη, και τον ειδικό που ευθύνεται, και την πλακόστρωση του τρόμου. Σηκώνεσαι και κούτσα κούτσα συνεχίζεις. Έτσι, μια κουτσαίνοντας, μια γλιστρώντας, προχωράς προς το αβέβαιο μέλλον σου.

ΥΓ. Αν τα πεζοδρόμια του Μονάχου πολύ τα παίνεψα ως αντιολισθητικά, άλλα πράγματα που παρατήρησα δεν μου άρεσαν καθόλου. Ιδανικές κοινωνίες δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως κοινωνίες περισσότερο και λιγότερο φιλικές προς τους πολίτες.

ΥΓ2. Παρατήρησα και στους δρόμους της Γερμανίας γύψους σε πόδια και χέρια. Τους αποδίδω στο σκι...
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers