Tα πιστωτικά όρια της υπομονής μου
12.3.2009 
Στην αρχή είπα να μην τσιμπήσω στον γενικό πανικό. ΄Οχι, εγώ θα εξακολουθούσα να χρησιμοποιώ τις τραπεζικές κάρτες μου (πιστωτική και αναλήψεων) όπως πριν, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Το shopping therapy ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωσή μου ψυχοθεραπεία: χωρίς, δηλαδή, να φοβάμαι να ψωνίζω από το Internet, χωρίς να τρέμω μη μου υποκλέψουν το pin και αδειάσουν τον λογαριασμό μου, χωρίς να βλέπω παντού ατσίδες του ηλεκτρονικού εγκλήματος έτοιμους να με καταστρέψουν. Αρκετές αγωνίες έχω στη ζωή μου, δεν ήθελα να προσθέσω άλλη μία. Τότε άρχισαν να φτάνουν στα αφτιά μου διάφορες φοβιστικές ιστορίες: για μια συμμορία Ρουμάνων που παγίδευε τα ATM, αντέγραφε το pin σου και σε έστελνε κατευθείαν στο φτωχοκομείο. Για την εξαδέλφη μιας εξαδέλφης της εξαδέλφης μου που της χρέωσαν την αγορά τριών βαμβακερών εσωρούχων από το Internet, από 10 στερλίνες, που ήταν η πραγματική τους αξία, 1.000 και δεν μπορεί να βρει το δίκιο της. Για τον κουμπάρο του κολλητού μου που έδωσε την πιστωτική του σε ένα ξενοδοχείο της Μανίλα και έναν χρόνο μετά του ήρθαν λογαριασμοί 600 ευρώ για ποτά από το μίνι μπαρ, τα οποία ποτέ δεν κατανάλωσε, και 800 ευρώ για ένα αγαλματίδιο του Βούδα, το οποίο ποτέ δεν αγόρασε.
 
 
Τις άκουγα και εγώ τις διηγήσεις, έκανα «τσ... τσ... τσ...» και σχόλια α λα «μα πού έχουμε καταντήσει; Καμία ασφάλεια! Καμία ασφάλεια!», αλλά δεν έδινα περαιτέρω σημασία. Και όσο δεν έδινα σημασία τόσο πιο πολλά περιστατικά αναξιοπαθούντων που έχασαν ολόκληρες περιουσίες χάρη σε απάτες σχετικές με τις πιστωτικές κάρτες τους έφταναν στα αφτιά μου. Την ίδια στιγμή ο ένας μετά τον άλλον οι φίλοι μου άρχισαν να παίρνουν τα μέτρα τους: χρησιμοποιώντας μόνο προπληρωμένες πιστωτικές κάρτες, που δεν σου επιτρέπουν να κάνεις ανάληψη μεγαλύτερη από 50, άντε 100 ευρώ, ή στρέφοντας την πλάτη τους στα ΑΤΜ και ξαναγυρίζοντας στο παλιό, παραδοσιακό σύστημα με το βιβλιάριο καταθέσεων. Αυτό σήμαινε, βεβαίως, ότι ενώ για να κάνουν μια ανάληψη ή μια κατάθεση από το μηχάνημα ήθελαν το πολύ ένα λεπτό, τώρα μπορεί να έτρωγαν και ολόκληρη ώρα στο ταμείο της τράπεζας. Παρέβλεψα τα όποια ντεζαβαντάζ και το επιχείρησα και εγώ. Πότε; ΄Οταν άκουσα μια νέα ιστορία με πρωταγωνίστρια αυτή τη φορά τη μητέρα της εξαδέλφης μιας φίλης μου, που της αφαίρεσαν από το ΑΤΜ τις οικονομίες ετών για τη βλεφαροπλαστική και το λίφτινγκ που ονειρευόταν να κάνει, καταδικάζοντάς την στη βλεφαρόπτωση και στο γήρας, και τρόμαξα. Το επιχείρησα λοιπόν και δεν έχω λόγια για να σας περιγράψω την ταλαιπωρία μου όταν βρέθηκα πίσω από μια γιαγιά από εκείνες που επειδή δεν ξέρουν πώς να σκοτώσουν τη μέρα τους αποφασίζουν να την περάσουν στην τράπεζα, σκοτώνοντας αργά και απολαυστικά τους ταμίες και τους υπόλοιπους πελάτες.
 
 
Δεν την πήρα αμέσως είδηση, είχε καθήσει σε μια άκρη της αίθουσας και πετάχτηκε μπροστά μου την ώρα που έφτανα στο ταμείο (έπειτα από αναμονή 20 λεπτών) λέγοντάς μου: «Τώρα είναι η σειρά μου, απλώς δεν μπορούσα να περιμένω όρθια». Το σεβάστηκα, εννοείται. Εξάλλου, μια ΔΕΗ κρατούσε στο χέρι της, γρήγορα θα τελείωνε. ΄Ελα όμως που ο λογαριασμός ήταν μόνο η αρχή. Τον πλήρωσε. Μετά έβγαλε από τη δεξιά τσέπη της ένα βιβλιάριο για ενημέρωση. ΄Οταν τελείωσε έβγαλε από την αριστερή τσέπη της δεύτερο βιβλιάριο για ενημέρωση. Αμέσως μετά ζήτησε να κάνει ανάληψη από το βιβλιάριο της δεξιάς τσέπης. Κατέθεσε ένα μέρος των χρημάτων στο βιβλιάριο της αριστερής τσέπης. Τα υπόλοιπα ζήτησε να κατατεθούν σε άλλο λογαριασμό τον οποίο είχε γράψει σε ένα χαρτάκι αλλά... «Πού στο καλό το έχω βάλει... Στάσου, βρε παιδάκι μου. ΄Οχι, δεν είναι εδώ. Για να δω και στη ζακέτα... ΄Η στη φούστα το έβαλα;». Δεν έξω ξαναδεί γιαγιά με πιο πολλές τσέπες! Αν το βρήκε το χαρτάκι; Δεν ξέρω. ΄Εφυγα τη στιγμή που η έρευνα έφτανε στα μισοφόρια της. (Αλήθεια, υπάρχουν μισοφόρια με τσέπες;). Βγήκα έξω, πλησίασα το ΑΤΜ, το αγκάλιασα με συγκίνηση και ορκίστηκα να μην το αποχωριστώ ποτέ ξανά!
 
 
Εννοείται ότι οι πιέσεις γνωστών και φίλων να φυλάξω τα νώτα μου από τους απατεώνες που εποφθαλμιούσαν τις καταθέσεις μου συνεχίστηκαν. ΄Οποτε όμως ήμουν έτοιμος να υποκύψω στις όποιες προτάσεις τους σκεπτόμουν την επόμενη γιαγιά που θα βρισκόταν μπροστά μου στην επόμενη ουρά και παρέμενα σταθερός στα πιστεύω μου. ΄Ωσπου έμαθα ότι η τράπεζά μου έχει ένα ωραιότατο σύστημα σύμφωνα με το οποίο κάθε φορά που γίνεται χρήση της πιστωτικής κάρτας σού στέλνουν μήνυμα στο κινητό σου, όπου αναγράφεται το ακριβές ποσό της συναλλαγής. Αυτό πολύ μου άρεσε. Μπήκα λοιπόν και εγώ στο κόλπο. Το έλεγξα κιόλας, να δω αν λειτουργεί σωστά, αγοράζοντας μερικά βιβλία. Στις 12.00 το μεσημέρι μού τα τύλιξαν, σε λιγότερο από ένα πεντάλεπτο έφτασε το SMS: «Η πιστωτική σας κάρτα χρεώθηκε με 68 ευρώ». Ε, τώρα πια μπορούσα να κοιμάμαι ήσυχος.
 
 
΄Ετσι νόμιζα. Δεν θυμόμουν όμως ότι σε ανύποπτο χρόνο είχα κάνει αγορές με δόσεις – με την πιστωτική μου κάρτα πάντα – από Σιγκαπούρη, Σικάγο και Νέα Υόρκη. Οπότε δεν είχα υπολογίσει ότι με το νέο σύστημα ειδοποίησης, κάθε μήνα, την ακριβή ώρα (Σιγκαπούρης, Σικάγου, Νέας Υόρκης) που θα χρέωναν στην κάρτα μου την οφειλή μου θα με ειδοποιούσαν με μήνυμα, το οποίο εγώ θα λάμβανα σε ώρα Ελλάδος. Πρώτη πρώτη μού έκανε την έκπληξη η Σιγκαπούρη: ήταν περασμένες 3.00 τα χαράματα όταν το τηλέφωνό μου άρχισε να τραγουδάει σαν τρελό «Always look at the bright side of life» (αυτό το τραγούδι έχω ορίσει ως ήχο εισερχόμενων μηνυμάτων). Πετάχτηκα από τον ύπνο μου έντρομος για να διαβάσω «Η κάρτα σας χρεώθηκε με 25,67 ευρώ». Μισή ώρα κράτησε η ταχυκαρδία που μου προκάλεσε η ξαφνική... «bright side of life». Μερικά βράδια αργότερα, πάλι την πιο ακατάλληλη ώρα, «χτύπησε» η Νέα Υόρκη, λίγες ημέρες μετά ακολούθησε το Σικάγο. Οσονούπω περιμένω νέο χτύπημα της Σιγκαπούρης, όπου, αν δεν απατώμαι, είχα βάλει περισσότερες από 24 δόσεις, οπότε έχω αρκετούς μήνες αφύπνισης στις 3.00 τα χαράματα. Και δεν μπορώ – για διάφορους λόγους – να κλείνω το κινητό μου το βράδυ...
 
 
Μπορώ, βέβαια, μου είπαν να διακόψω αν θέλω το σύστημα με την ειδοποίηση και να ησυχάσω. ΄Ελα όμως που στο μεταξύ μια γνωστή γνωστής γνωστών ανακάλυψε ότι άγνωστοι χρέωσαν στην πιστωτική της κάρτα από κατάστημα του Ανκορατζ (όπου η ίδια δεν έχει πάει ποτέ) ένα κάλυμμα καναπέ από δέρμα ταράνδου αξίας 1.200 ευρώ! Και δεν έβαλαν καν δόσεις ώστε να προφτάσει να σώσει κάτι. Μασίφ το σήκωσαν το ποσό. Και τώρα τρέχει η άμοιρη να λύσει το πρόβλημα. Σκέφτομαι και αυτό το άμοιρο το ζώο που το έγδαραν για να το κάνουν ριχτάρι... Μα σε τι κόσμο ζούμε;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers