Δεν ξέρω αν θα έρθουν φέτος. Μεγαλώσανε. Οι δυο τους συμπληρώνουν κάπου ενάμιση αιώνα!
Η πρώτη Κυριακή του Μάη ξημέρωσε φωτεινή. Σίγουρα θα άκουσαν το κάλεσμα. Θα τις περιμένω.
Στην απέναντι μεριά του κόλπου η πόλη κοιμάται. Το πρώτο καράβι της ημέρας αργεί ακόμα. Απόλυτη ηρεμία.
Η αμμουδιά, που σε δυο μήνες θα ‘ναι γεμάτη ομπρέλες και ξαπλώστρες, είναι απάτητη. Πολυτέλειες.
«Καλημέρα σας, κυρίες μου».
«Καλή σου μέρα. Καλώς σε βρήκαμε».
Τι άλλο να πούμε; Αρκεί η φωνή της θάλασσας.
Ως νεότερη και πιο ανυπόμονη, βουτάω. Μου κόβεται η ανάσα. Τη στιγμή που βγάζω το κεφάλι απ' το νερό, ούτε που ξέρω τι να πρωτονιώσω. Το αρχικό μούδιασμα γίνεται χαρά, τραγούδι, απόλαυση, δύναμη, όλα ανάκατα, όλα ταυτόχρονα!
«Κρύα;», ρωτάνε.
«Παγάκια», απαντάω.
Πλατσουρίζουν λιγάκι.
Βρέχουν τα μπράτσα, το σβέρκο, το μέρος της καρδιάς. Ύστερα κάνουν το σταυρό τους.
«Δόξα σοι ο Θεός. Κολυμπάμε και φέτος!»,
λένε κι αφήνονται στην αγκαλιά της θάλασσας...