Ο γιατρός συνιστά βάλιουμ και αναβολικά
9.11.2010 
Το διαβάσατε σίγουρα, απλώς δεν ξέρω αν του αποδώσατε τη δέουσα σημασία. Ο καθηγητής Ντέιβιντ Νατ με τ’ όνομα, πρόεδρος της Ανεξάρτητης Επιστημονικής (στοιχειώδες, Ουότσον, όλες αυτές επιστημονικές είναι) Επιτροπής για τα Ναρκωτικά, τα μέλη της οποίας υποθέτω ότι παίρνουν ναρκωτικά και υποβάλλουν την κατανάλωσή τους σε επιστημονική βάσανο, απεφάνθη ότι το αλκοόλ είναι πιο επικίνδυνο από την ηρωίνη και την κοκαΐνη. Μόνο, λοιπόν, πρόβλημα να το γυρίσουμε στην άσπρη είναι η τιμή της: ακόμη και με τους φόρους του Παπακωνσταντίνου το αλκοόλ παραμένει ουσιωδώς φθηνότερο.
 
Μην απορήσετε, παρακαλώ, που οι ηρωινομανείς τους οποίους ίσως γνωρίζετε έχουν το χάλι τους, ενώ οι τακτικοί πότες όχι. Ο προφέσορας στάθμισε όχι μόνο το κόστος για τον χρήστη, αλλά και εκείνο για την κοινωνία – βία, επιπτώσεις στο περιβάλλον και οικονομικό κόστος. Έφη δε ο ανήρ ότι με κλίμακα από 0 (για τα αβλαβή, όπως αυτά που καταναλώνει ο Δρούτσας -και είδατε το αποτέλεσμα) μέχρι 100 (για την απόλυτη βλάβη, π.χ. ένα νεροπότηρο ξυλόπνευμα με εφτά υπνοστεντόν λιωμένα σε κόκα κόλα), το αλκοόλ σκοράρει 72, η ηρωίνη 55, το κρακ 54 (μια χαρά, δηλαδή, κι ας λέει η αμερικανική αστυνομία), το κάπνισμα μόλις 26, το βάλιουμ 15 και τα αναβολικά στεροειδή 9. Ευλόγως μετά ταύτα οι μεν καπνιστές απορούμε γιατί μας απαγορεύουν στους δημόσιους χώρους μία τόσο αβλαβή συνήθεια, οι δε αθλητές οργίζονται που τους κυνηγάνε για τα αναβολικά, τα οποία σε βαθμό κινδύνου δεν πιάνουν ούτε όσο χρειάζεται να εισαχθεί κανείς στα ΤΕΙ ιχθυοκαλλιέργειας.
 
Προσωπικά, βέβαια, επειδή δυσπιστώ στους επιστήμονες και ειδικά στους γιατρούς (τους οποίους, πάντως, παραδέχομαι για το μακρύ τους χέρι), γράφοντας αυτές τις γραμμές αμφιταλαντεύτηκα μεν, αλλά προτίμησα αντί να σουτάρω μια ένεση στην κύρια φλέβα να βάλω ένα Glenfiddich, (όχι, δεν είναι βράδυ). Πέραν του ότι οι τοξικομανείς που γνωρίζω μου φαίνονται σε χειρότερη κατάσταση (και) από μένα, τα εισοδηματικά μου περιθώρια δεν επιτρέπουν να ακολουθήσω τις υποδείξεις του καθηγητού. (Αν, βέβαια, κανένας δήμαρχος κεράσει κόκα για τα επινίκια, μάλλον δεν θα πω όχι.)
 
Άλλωστε υπάρχει ένας ακόμη λόγος να επιμείνει κανείς στο αλκοόλ. Δεν ξέρω πώς μέτρησε ο καθηγηταράς το οικονομικό του κόστος, ξέρω όμως ότι εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται καλλιεργώντας την πρώτη ύλη, παράγοντας και διακινώντας οινοπνευματώδη και θα ήμουν πολύ περίεργος να δω τι θα συνέβαινε στην οικονομία αν, ελέω κυρίου Νατ, στη Νεμέα ξεριζώναμε τα αμπέλια για να βάλουμε παπαρούνα, στα δε καφενεία αντί για «ρέγουλα με ούζο» (κατά τη φράση Θεσσαλού ταξιτζή) βαράγαμε ενέσεις ή καπνίζαμε κρακ.
 
Βάζοντας το δεύτερο Glenfiddich αναρωτιέμαι για πολλοστή φορά ποιος είναι χειρότερος: οι καθηγητές ιατρικής που μας έχουν φλομώσει στις παπαριές ή οι δημοσιογράφοι που σπεύδουμε να τις αναπαράγουμε. Δύσκολο ερώτημα. Θα το σκεφτώ με το τρίτο ουίσκι. Γιατί, όπως ξέρετε, οι δημοσιογράφοι δεν σταματάμε ποτέ να σκεφτόμαστε.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ποιοι στηρίζουν την εξυγίανση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Ο Κόνο θα αποστάξει ξανά
› 
Το τέλος της (επιθεώρησης) εργασίας
› 
Η αρχόντισσα των ποσοστών
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers