Σταματώντας στο τρίτο μπουκάλι
1.9.2009 
Η λεζάντα που συνόδευε τη φωτογραφία ήταν ενδεικτική. Life: four letters, four bottles. Στα ελληνικά με μικρή παραλλαγή, αφού η ζωή έχει τρία γράμματα – μπουκάλια, όμως, πάλι τέσσερα. Μοιάζει, βέβαια, η φωτογραφία με το παλιό ανέκδοτο-αίνιγμα που θυμίζει ότι ο άνθρωπος τελειώνει όπως αρχίζει, στο ξεκίνημα αδύναμος και να μπουσουλήσει, στο τέλος πάλι καθηλωμένος. Τα μπουκάλια αναδεικνύουν όμως πολύ εντονότερα τη διαφορά ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος, στην προοπτική που ενσωματώνει το μπιμπερό και στην έκλειψη κάθε προοπτικής που αντανακλά ο ορός.
 
 
Δεν θέλω να σας μαυρίσω την ψυχή πριν καλά-καλά προσαρμοστούμε στην επιστροφή στην Αθήνα, μαύρη από μόνη της μετά τις φωτιές. Νομίζω όμως ότι είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πως η ζωή είναι μία διαδρομή στο χρόνο, μια διαδρομή με πέρας, ότι στη χρονική της έκταση επιφυλάσσει απολαύσεις (μεταξύ των οποίων το δεύτερο και τρίτο μπουκάλι κατέχουν θέση ξεχωριστή) και ότι ο τερματισμός της, αναπόφευκτος, διαφέρει πολύ αν φεύγει κανείς ευτυχής και αποφεύγοντας το τελευταίο, φρικτό μπουκάλι.
 
 
Πίναμε προ ημερών ένα ωραίο κρασί με έναν φίλο και την οικογένειά του, όταν ήρθε η συζήτηση στο αναπόδραστο τέλος και είπε στην κόρη του ότι δεν φοβάται τον θάνατο (προσοχή, όχι ότι δεν τον νοιάζει, αλλά ότι έχει συμφιλιωθεί με τη θνητότητα), φοβάται όμως πολύ την ανημποριά, την ταλαιπωρία και την εξαθλίωση. Φοβάται επειδή δεν έχει τη θεσμική δυνατότητα, τώρα που μπορεί, να προδιαγράψει εκείνος για τον εαυτό του το πότε και πώς θέλει να πέσουν οι τίτλοι του τέλους.
 
 
Η ομήγυρη δεν ήταν μικρή, ούτε απαρτιζόταν από ορκισμένους άθρησκους, δεν βρέθηκε όμως ούτε ένας να μη συμφωνήσει πως θα έπρεπε επιτέλους να συζητηθεί σοβαρά και στη χώρα μας ό,τι στη γενικότητά του εννοούμε με τη λέξη «ευθανασία» - και να μπορεί κανείς να επιλέξει ένα αξιοπρεπές τέλος χωρίς να χρειάζεται ολόκληρο πλέγμα παρανομίας και συνενοχών – δύσκολων, αναξιοπρεπών και σπάνιων.
 
 
Σιγά, βέβαια, μη γίνει τέτοια συζήτηση. Ακόμη και η τελευταία δικαστική υπόθεση στο Δικαστήριο των Λόρδων στην Αγγλία (για το ακαταδίωκτο όσων συνοδεύουν συγγενείς τους σε ελβετική κλινική ευθανασίας) στα ψιλά πέρασε, χωρίς σχολιασμό, χωρίς προβληματισμό για το τι συμβαίνει εδώ στους θαλάμους του καταληκτικού μαρτυρίου ή στα οικιακά δωμάτια των ανήμπορων.
 
 
Κι όμως όλοι θέλουμε να αποφύγουμε το τελευταίο μπουκάλι. Να φύγουμε με τη γεύση του τρίτου (όχι μπύρα Bud, βέβαια, κάτι καλύτερο θα διαλέγαμε). Δεν θα έπρεπε να έχουμε το δικαίωμα της απόφασης;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers