Ακόμη δεν τον είδαμε, οκτώ ευρώ
6.4.2010 
Χριστός Ανέστη. (Όπως κάθε χρόνο.)
 

Εμάς δεν μας βλέπω καλά. Και για μας, αν επισυμβεί το κακό - δεν λέω το καταληκτικό, Θεός φυλάξοι, αλλά και μόνο το οικονομικό, ανάσταση δεν προμηνύεται. Δεν είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις.
 

Μπορείς, θα μου πείτε, να βγάλεις και συ τα λεφτά σου στην Κύπρο. Σωστό. Προσκρούει, όμως, σε δύο προβλήματα. Πρώτον, στο ότι οι Κύπριοι, παρότι αδέλφιά μας, έχουν οξύτατη αντίληψη περί χρήματος και δεν θα αντέξω τις ειρωνείες τους για το ύψος του εμβάσματος. Δεύτερο και κυριότερο, συμβαίνει (ατυχώς ή μη) να ζω εδώ και άρα εδώ να τρώω - και κυρίως να πίνω- τους καρπούς της εργασίας μου. Και δεν το βλέπω να μπορώ να πετάγομαι για κανένα ουίσκι στη Λευκωσία. Αφήστε που και να μπορούσα, δεν νομίζω ότι θα το ήθελα.
 

Μερικές φορές όμως σε κάνουν να το θέλεις. Δεν θέλω να ακούγομαι Μίστερ Γκρίνια (αν και χωριό που φαίνεται ....), μου την έδωσε όμως το ότι σε πολλά μπαρ είδα, πριν καλά-καλά φτάσει η αύξηση της φορολογίας των οινοπνευματωδών στη λιανική, να αυξάνεται η τιμή του ποτού κατά ένα ευρώ. Και δεν εννοώ ότι είχαν συγκρατήσει τις τιμές τους προηγουμένως. Εννοώ ότι είδα μπαράκια που έσπευσαν να ανεβάσουν την τιμή του απλού ποτού από επτά ευρώ σε οκτώ, επειδή, λέει, αυξήθηκε ο φόρος. Ένα ευρώ στο μπουκάλι ο φόρος, ένα ευρώ στο ποτό (12-14 στη φιάλη) οι γατόπαρδοι.
 

Όχι όλοι, να λέμε και του στραβού το δίκιο. Το Low Profile, π.χ., έκανε μεσημβρινή έκπτωση - 5 ευρώ (αντί 6,5) μεταξύ 13:00-18:00 - και πολλά άλλα κρατάνε τις τιμές τους. Αναλόγως πολλά, όμως, ανάμεσα στα οποία και συνοικιακές τρύπες, έσπευσαν να «αναπροσαρμόσουν», όπως είχαν σπεύσει το 2002 να στρογγυλοποιήσουν προς τα πάνω τις τιμές, ίσον να τις αυξήσουν κάπου 20%, με αφορμή τη μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ. Και σε άλλα, που βλέπουν ότι θα ήταν υπερβολική η νέα αύξηση τιμών, οι ιδιοκτήτες λένε πως οι προμηθευτές τους δεν δέχονται να αναλάβουν ούτε μικρό μέρος του βάρους: φόροι είναι, λένε, να τους πληρώσει ο καταναλωτής.
 

Οκτώ, λοιπόν. Οκτώ και στο Γκάλαξι, μου είπαν αξιόπιστοι οινόφλυγες, καταφυγόντες στο Τζόουκ για να σώσουν την τσεπούλα τους από την επιδρομή, οκτώ όμως και σε μαγαζί της γειτονιάς. Το μεν Γκάλαξι, υποθέτω, επειδή βασίζεται στο ότι λόγω φήμης και φυσιογνωμίας δεν θα χάσει μεγάλο μέρος του κοινού του, τα δε συνοικιακά επειδή δεν βασίζονται στους καταναλωτές των πολλών ποτών, αλλά στη νεολαία της μιας μπύρας (έξι ευρώ, παρακαλώ, η μπύρα από το φτηνό βαρέλι πριν από τα φορολογικά μέτρα!)- και ένα ευρώ παραπάνω τη φορά θα το δώσουν όλοι αυτοί, σου λέει ο άλλος (αυτός που τα παίρνει, δηλαδή).
 

Τώρα ποιός είπε ότι στην ελεύθερη αγορά μαίνεται ο ανταγωνισμός των τιμών με στόχο την αύξηση των πωλήσεων δεν το ξέρω, μάλλον όμως πρέπει να υποκλιθεί στον φουκαρά τον Σάμιουελσον, που επέμενε ότι αυτός ο ανταγωνισμός απαντά κυρίως στα οικονομικά εγχειρίδια παρά στην αγορά. [Μόνο η Τζούλια επιβεβαίωσε την οικονομική θεωρία, αφού, καθώς επισήμανε στο μπλογκ του ο δικός μας Γιάννης Βαρβάκης, πέρασε από το «με λίγους για πολλά» στο «με πολλούς για λίγα» (από έκαστον).]
 

Όσο για τον Μαρξ, που δίδασκε ότι το χρήμα είναι επενδεδυμένη εργασία, καλά που δεν ζει. Γιατί σε πολλά από αυτά τα μαγαζιά δεν έχει επενδυθεί ούτε κεφάλαιο (άρα παλαιότερη εργασία), ούτε εργασία τρέχουσα. Έπιπλα και εξοπλισμός της φτήνιας, προσωπικό της πλάκας, ιδιοκτήτες που δεν εργάζονται οι ίδιοι - αλλά το κέρδος, κέρδος.
 

Ξέραμε για τη φούσκα της τουλίπας, για εκείνη των μεταλλείων Λαυρίου, για τις μετοχές, για τους δομημένους τίτλους στεγαστικών δανείων. Εν Αθήναις, όμως, ζούμε τη φούσκα των ποτών. Που κατά τα φαινόμενα δεν σκάει με τίποτε. Κι ας είναι μπόμπες.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Μακροπρόθεσμα τη βάψαμε
› 
(Γεν)ετήσια ορμή
› 
Οι τσικουδιές της αντοχής
› 
Σιγά μην τρέχει στη Χαβάη
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers