Λέξεις ληγμένες σα ναρκωτικά
17.12.2011 - 7:42:16 PM 


Σήμερα, που την πολιτική κατακλύζουν οι αριθμοί, θέλω να πάω πιο βαθιά από την πολιτική. Η πολιτική δεν είναι μετέωρη, έχει ρίζες, έχει αφετηρίες. Εκεί που στηρίζεται βρίσκονται καμιά φορά τα βάθη της ψυχής μας. Η διαύγεια που έλεγε ο Ελύτης θέλει δύναμη. Σε αυτά τα νάματα της ελληνικότητας του Ελύτη αξίζει να αναφερθούμε και ίσως τελικά κάποιος να καταλάβει στο τέλος ότι αυτή η ομιλία, αν και δεν ασχολείται με την πολιτική, υπονοεί πολλά πράγματα και ίσως να είναι και πιο πολιτική από πολιτικές ομιλίες.
Λένε ότι το Πνεύμα είναι Λόγος
Και η Αισθητική, Ήθος.
Πολλοί διακρίνουν το Λόγο από την Αισθητική.
Και το Ήθος του Προσώπου από τον απρόσωπο Λόγο.
Διαφοροποιούν, δηλαδή, το βαθιά Προσωπικό από το ακατάλυτα      Αιώνιο… 
Όμως ο Λόγος του Οδυσσέα Ελύτη είναι ταυτόχρονα Ελλάδα, Ελευθερία και Ελπίδα.
Δηλαδή Λόγος και Αισθητική μαζί.
Επίκαιρο και διαχρονικό μαζί.
Ελληνικό και Οικουμενικό μαζί.
Μια σύζευξη σπάνια!
Κι όπου υπάρχει φωτίζει, δημιουργεί, συναρπάζει, και αποκαθιστά.
Φωτίζει, με φως Ελληνικό.
Συναρπάζει, με την αρμονία της.
Δημιουργεί και σχηματοποιεί την εικόνα όσων βρίσκονται θαμμένα μέσα στην Ελληνική ψυχή.  Και αποκαθιστά την Αλήθεια που δεν την ξέρουμε, που δεν την υποπτευόμαστε πολλές φορές. Kι ας την κουβαλάμε όλοι μέσα μας…
Την Αλήθεια της συλλογικής πνευματικής μας παράδοσης! Που δεν θα γίνουμε αντάξιοί της, αν δεν την μάθουμε…
Και δεν θα τη μάθουμε αν δεν συνηθίσουν τα μάτια μας στο εκτυφλωτικό της φώς…
Όπως λέει και ο ίδιος:
«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
 
Για άλλους ποιητές, η Τέχνη τους είναι ξίφος κοφτερό…
Για άλλους, είναι σειρήνα εκμαυλιστική.
Για άλλους, είναι καμβάς όπου συνθέτουν μαγικές εικόνες.
Και για άλλους, είναι καθρέφτης, που αντανακλά κι αναδεικνύει της ψυχής τις πιο ανεξερεύνητες πτυχές.
Η ποίηση του Ελύτη είναι όλα αυτά μαζί.
Και κάτι παραπάνω:  
Εργάτης πνεύματος σε αδαμαντωρυχεία ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.
Κι έφερε στην επιφάνεια, ακατέργαστους λίθους που κρύβονται στα έγκατα του συλλογικού μας υποσυνείδητου.
Κι ύστερα τους σμίλεψε και μας τους παρέδωσε, τέλεια σχηματισμένα πετράδια από μιαν ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά. Όπου Ελληνισμός και Ελλάδα βρίσκονται πάντα στην ίδια τροχιά.
 
Στον «Κήπο με τις Αυταπάτες», σε έναν περίπλου δικού μας Πολιτισμού, ο Ελύτης εξηγεί το γιατί.
Σαν να ‘ταν κρυμμένος καπετάνιος μέσα μας, μας περιγράφει από τη γέφυρα, αναπολώντας γνώριμους, αλλά και προεξοφλώντας νέους, μελλοντικούς σταθμούς της χώρας μας. Και γράφει:
«Επειδή άπαξ και κάποιος επέτυχε - στον πολιτισμό εννοώ - δεν μπορεί παρά να επανέλθει. Μετά μυριάδες χρόνια θα επανέλθει».
 
Και ως προς τις παλιές περιπέτειες και αντιξοότητες που περάσαμε ως Έλληνες, ο Ελύτης φωτίζει το δικό μας αύριο με ένα μήνυμα γεμάτο Ελλάδα από τη δική του οραματική προβολή στο μέλλον.
Σας διαβάζω αυτολεξεί, να θυμάστε είμαστε στα 1995, όταν γράφει το κείμενο αυτό ο Ελύτης. Ακολουθώντας τη δική του Μηχανή του Χρόνου, διηγείται για προηγούμενα κοσμογονικά «γεγονότα» που προβλέπει να γενούν στο δικό μας μέλλον:
«Επείγοντα τηλεγραφήματα του Πρακτορείου Ρώυτερ από το Λονδίνο επισημαίνουν τον κίνδυνο που διαγράφεται για την σύνθεση του Βρετανικού Πληθυσμού, που κινδυνεύει ν’ αλλοιωθεί από την εισβολή παλαιών Ινδών αποίκων... Η κατάληψη ολόκληρου του νοτιανατολικού τμήματος δημιουργεί κινδύνους για μελλοντική διχοτόμηση της νήσου, ή σχηματισμό δυαδικού κράτους. Δυνάμεις στρατιωτικές του Ηνωμένου Βασιλείου της Κύπρου σπεύδουν εις βοήθειαν, παράλληλα προς τα δύο σώματα στρατού που ανήγγειλε η Ελλάς... Ένα παράδοξο είδος πολέμου αρχίζει ν’ αναφαίνεται, όπου δεν διακυβεύονται πλέον εδάφη, αλλά αυτά τούτα τα ονόματα. Έτσι καλεί η Γαλλία την Ελλάδα, που εγνώρισε πάλαι ποτέ την φιλία της, να μην την λησμονεί και να προστρέξει σε βοήθειάν της για την προάσπιση του ονόματος της Λωρραίνης απέναντι στις προθέσεις του Λουξεμβούργου να το οικειοποιηθεί. Συγκρούσεις δεν αναφέρονται αλλά...”.
Δυστυχώς καμιά άλλη συνέχεια δεν διασώζεται»
 
Ο Ελύτης μας έμαθε να ζούμε την ιστορική μας παράδοση, χωρίς να λυγίζουμε κάτω από το βάρος της.
Μας έμαθε να την αντικρίζουμε, χωρίς να τυφλωνόμαστε από την ακτινοβολία της.
Μας έμαθε να σκύβουμε μέσα στην Ψυχή μας χωρίς φόβο,
μας έμαθε να βιώνουμε την Ομορφιά χωρίς αλαζονεία,
μας έμαθε να ζούμε την Ελευθερία χωρίς έπαρση
και την Υπερηφάνεια με ταπεινότητα.
Μας δίδαξε το ελληνικό Μέτρο και μας έμαθε τον ελληνικό Τρόπο.
 
Και τι άραγε ξεχωριστή γεύση έχουμε εμείς οι Έλληνες;
Απαντάει ο ποιητής στην “Ιδιωτική Οδό”:
«Γεύση Σαντορίνης, γεύση Κρήτης, γεύση Άθω.
Μαζί με μιαν ελιά, εδώ ή εκεί, κοντακίου ή κάλβειας ωδής...
Κόσμος αιώνιος, αλλ’ αδιάπτωτα σε κατάσταση νεογέννητου. Σκηνές, που για να έχουν επαναληφθεί ταυτόσημες τόσο πολλές φορές, έφτασαν να γίνουν συντεταγμένες του Ελληνισμού.
Το χωριό τ’ ορεινό σε κάποιο νησί, το φτωχοεκκλησάκι, ο παπάς ο έρμος με όλο-όλο για εκκλησίασμα μια γραία και τρία μικρά παιδιά.
“Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών”. Στο παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός κι απ’ έξω, πέρα, ως κάτου αριστερά, οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια και τ’ αγριεμένο πέλαγος...
Μια μέσω του θανάτου αθανασία...
Ω, ας είναι καλά ο άγγελός μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυό μου φωτάκια πρόσω ηρέμα». 
 
Ο Ελύτης μας έμαθε ότι η Ελευθερία δεν είναι προνόμιο.
Είναι η μοίρα μας, που την κουβαλάμε μέσα στην κυτταρική μας μνήμη.
Κι ότι η Ελπίδα δεν είναι η παρηγοριά μας μέσα στα σκοτάδια.
Είναι η βεβαιότητα ότι το φώς θα ξανά-λάμψει.
Και αυτό πάρτε το πολιτικά, το φως θα ξανά-λάμψει.
Κι αν στο διάβα σου βρεις δυσκολίες από μικρόψυχους και ποταπούς, κι αισθανθείς πως το νόημα της ζωής, όπως θα ’λεγε εκείνος, «σου πέφτει από τα χέρια», τότε υπάρχει και το δικαίωμα στη χίμαιρα.
Το δικαίωμα να σβήσεις την αθλιότητα κάνοντας εκείνο που ορίζει η ηθική σου.
 Διαβάζω:
«Πως σβήνουν την αθλιότητα;
Παραλαμβάνεις από τους Δίες τον κεραυνό και ο κόσμος σου υπακούει. Εμπρός λοιπόν. Από σένα η Άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή.
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι».
Και κάπου παρακάτω συμβουλεύει:
«Μάθε λοιπόν να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα, όπως ο σπουργίτης το χάραμα. Και να τη σιμώνεις όπως ένα πλοίο τη Σέριφο ή τη Μήλο...
Ή αλλιώς μια μετώπη, ένας τρούλος, που κάνουν τη φύση γραμμή όπως ο φλοίσβος οικουμενική την Ελληνική γλώσσα».
 
Να αντέξουμε, πρέπει να αντέξουμε, αυτό θα μας έλεγε σήμερα ο Ελύτης.
Να αντιτάξουμε στην αδικία των άλλων τη δική μας απόφαση…
Και στην ασχήμια την Αισθητική του Πολιτισμού μας.
Ν’ αντέξουμε με ασπίδα μας την Υπομονή, με όπλο μας το Δίκιο,
με υπεροχή μας το Ήθος και τον Λόγο του Πολιτισμού μας.
Να αντέξουμε, λοιπόν! Διαβάζω:
«στην ψάθα – όπως γεννήθηκα – με λίγες πιτσιλάδες Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά που ξέρει όλον τον Όμηρο γι’ αυτό και αντέχει ακόμα».
 
Αντοχή με Ελπίδα λύτρωσης.
Και νόημα στην έσχατη θυσία, όταν πρέπει.
Και προσέξτε: πώς περιγράφει ο Ελύτης στο «Μικρό Ναυτίλο», με τον ανεπανάληπτο εκείνο στίχο, το νόημα της θυσίας Εκείνου που θυσιάστηκε για όλους μας:
«Κι αφού σ’ εξοντώσουν θα ’ναι ακόμα ωραίος ο κόσμος εξ αιτίας σου».
 
Δύσκολο να μιλήσεις για τον Ελύτη.
Δύσκολο να καταλάβεις τον κάθε συμβολισμό του.
Δύσκολη διαδρομή η Οδός Ελλήνων του Ελύτη που την περπάτησε μοναδικά σαν «ερωτοφωτόσχιστος».
 
Λίγες σκέψεις έδωσα μόνο.
Μαζί με το άλλο κείμενο που έχετε στα χέρια σας, οι σκέψεις αυτές αθροίζουν την αγάπη μου και τον ατέλειωτο σεβασμό που πάντα αισθάνθηκα για τον ένα πολύ μεγάλο Ποιητή και μια μεγάλη ψυχή Έλληνα.   
 
Έπρεπε να γνωρίσω τον Ελύτη για να καταλάβω ακόμα και τον Παλαμά, όταν έλεγε «να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ένας φτάνει».
 
Τελειώνω με ένα ακόμα σημαδιακό απόσπασμά του:
«Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”...
Κι όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκι που ακουμπάνε το ’να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά τους τρούλους και τους περιστεριώνες...
Θέλω να πω, τις ίδιες αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής... προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η Ελευθερία μας... ο πραγματικός ηθικός μας Ήλιος».
Επαναλαμβάνω:
Το δίκιο μας, η Ελευθερία μας, ο πραγματικός ηθικός μας Ήλιος!
 
ΥΓ: Και αυτό μια μέρα πριν.

Την ίδια μέρα, μεσημέρι ήταν που πέθανε ο Ποιητής, βρέθηκα αμέσως στη Σκουφά. Δίπλα του ήταν μόνο η δική του Ιουλίτα.

Με ειδοποίησαν ότι το ίδιο απόγευμα θα μιλούσαμε για εκείνον στη Βουλή.  

Συγκινημένος και ευγνώμων που μου είχε δώσει ο Θεός και η τύχη το προνόμιο να βρεθώ πολύ κοντά του στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, είπα, στην ξεχωριστή αυτή τελετή μνήμης, λίγα λόγια για τον Ποιητή.

Ήταν δύσκολες οι στιγμές. Πώς να περιγράψεις έναν γίγαντα που έκλεισε για πάντα τα γεμάτα Αιγαίο μάτια του; Μάτια που είχαν χαρίσει στον κόσμο ολόκληρο και στον κάθε Έλληνα εκατομμύρια νέες αισθήσεις πολιτισμού, σοφίας, υπερηφάνειας και φιλοπατρίας.

“… Ο Ποιητής σιώπησε. Ο στίχος, όμως, του Οδυσσέα Ελύτη έμεινε πάνω στο μικρό γραφείο του, εκεί που εργάστηκε, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Μας άφησε σε δύσκολες ώρες, ακόμα και την ώρα που το Αιγαίο µας, το δικό του Αιγαίο, αναταράσσεται. Το Αιγαίο που εκείνος µε τη μοναδική του τέχνη, στη συνείδηση όλου του κόσμου, το είχε ήδη βαφτίσει από χρόνια, αυτό που είναι, Ελληνικό.

Γι’ αυτήν  την Ελλάδα έγραφε πάντα, που είναι ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα. Γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, µε το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι µιάς εκκλησίας, πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα. Γι’ αυτήν την Ελλάδα, πάντα έγραφε:

«Τιμή στην Ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση, στο μάρμαρο για το ένα κάτι απόλυτο που αντιπροσωπεύει, στο  θαλασσινό βράχο για τη μνήμη των πατέρων πάντων».

Η Ελλάδα για τον Ελύτη είναι μια συγκεκριμένα αίσθηση και «θα άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο, γιατί είναι αίσθηση μοναδική που η ανάλυσή της αναπαράγει αυτόματα, σε κάθε στιγμή, την ιστορία της».

 Πονούσε ο Ελύτης για την Ελλάδα, σαν να δεχόταν ο ίδιος τα χτυπήματα που δέχεται η Χώρα µας. Τα είχε πάντα µε τους μεγάλους. Γράφει κάπου: «Λαοί νέοι και μικροί σαν το δικό µας, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις  οστικές, εξαναγκάζονται με τον ένα  ή τον άλλο τρόπο να ευθυγραμμιστούν µε τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουν χάσει κάθε ικµάδα και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού».

Στο τελευταίο του βιβλίο, «τον Κήπο µε τις Αυταπάτες», δείχνει τη μεγαλοσύνη της ιστορίας και του Ελληνισμού και µε εκείνο το μοναδικά συμβολικό μήνυμα – «όπου γλώσσα, πατρίς» – ρίχνει τη δική του αυστηρή ματιά στους Ευρωπαίους:

  «Στο μακρό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ και την Ερωφίλη, οι απόφοιτοι του Καίμπριτζ, της Εκόλ Νορμάλ και της Σορβόνης, κατάφεραν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περπατήσουν πάνω στα αχνάρια των μύθων που βρήκαν δοσμένους, τις Αντιγόνες και τους Οιδίποδες, τους Ορέστηδες και τις Ηλέκτρες, λησμονώντας, ότι μέσα στο λεξιλόγιο τους, υπάρχουν , συν τις άλλοις και δεκάδες χιλιάδες λέξεις της Ελληνικής. Και το πιο διασκεδαστικό καταντά να είναι ότι μήτε πήγε ποτέ ο νους τους, πως μετά 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός, στην ίδια γη, εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, με την έννοια ότι και ο λιγότερο εγγράμματος, κυρίως αυτός, ο οπωροπώλης και ο αρτοποιός, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό, ουρανό και τη θάλασσα, θάλασσα…»

 Τη διαφάνεια και την υπέρβαση στη σκέψη του τη χρωστούσε, όπως έλεγε ο ίδιος, σ’ ένα ειδικό θάρρος που του έδωσε η ποίηση: «να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει»!

 Μιλώντας για τα δύο τελευταία έργα του, μου είχε πει: «ξέρεις, τα κείμενά μου πάντα τα άφηνα να σιτέψουν για καιρό, ακόμη και πάνω από 10 χρόνια. Τούτα δω τα δύο, για πρώτη φορά, δεν έχουν καμιά ανάγκη να περιμένουν».

Είχε φτάσει στην τελειότητα; Μα, δεν δέχτηκε ποτέ το τέλειο στον άνθρωπο. Μόνο για το φώς το δέχτηκε και για τη θάλασσα του Τόπου μας.

 Μας λέει: «Ποιοι λοιπόν είμαστε, τι ζητάμε; Τι γράφει στο πίσω μέρος της παλάμης της Χώρας μας η τύχη; Το μόνο που γράφεται είναι το πλουσιότατο του ελαχίστου χαραγμένο στα πρυμναία των καραβιών με κεφαλαία ελληνικά. Δηλαδή χώμα και νερό. Ελληνιστί βράχος και θάλασσα. Που να βρουν στέγη οι άνθρωποι ενός τέτοιου χώρου, εάν όχι στην ίδια τους την μοναδικότητα;»

 Το έργο του Ποιητή μας συντροφεύει στο επίγειο ταξίδι μας. Τα χρώματά του φωτίζουν το γκρίζο κόσμο μας. Ας αναλογιστούμε όλοι μας τις ευθύνες μας απέναντί του και απέναντι στο Λαό μας. Που όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης τον ανέδειξε ως τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ιδεών, των αισθημάτων και των ονείρων του.

Όσο υπάρχει Ελλάδα, ο Ελύτης θα είναι εδώ. Τα άσπρα χαρτιά θα γεμίζουν στίχους που θα απελευθερώνουν το όραμα και θα γεννούν Πολιτισμό ανθρωποκεντρικό, όπως εκείνον που πάντοτε σμίλεψε ο τόπος μας. Γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος: «δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις τους αιώνες με το μέρος σου»…

Όσο υπάρχει Ελλάδα, η εντολή του για όλους μας θα είναι μία: Να, ανυψώνουμε κόντρα στον άνεμο την ποιότητά μας και να αντιστεκόμαστε στο φθαρμένο.

Όπως θα έλεγε ό ίδιος, «να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στη ψυχή».

Όσοι πιστέψαμε στο όνειρό του, συνεχίζουμε…

 «Θάμπωναν τα μάτια μου καταμεσήμερο Ιουλίου από τις άπειρες κοψιές του ηλίου μες τα κύματα. Και αν ο κόσμος μας δεν έγινε καλύτερος, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχθεί και να παραδεχθεί ποιος είναι προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ, θέλω να κατέβω τα σκαλοπάτια, να πέσω μέσα σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά και ύστερα να αναληφθώ σαν άγγελος Κυρίου»…”

 Τη Βουλή, εκείνες τις ώρες, την τριγύρισε ένα ανείπωτο φώς.

Είχαμε μιλήσει όλοι με συγκίνηση για τον Ποιητή.

Και εκείνος μας είχε πριν καιρό εξηγήσει το φαινόμενο αυτό στο «Μικρό Ναυτίλο»:

«Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως,

όχι με τη δύναμη…»

 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τζούλια 2 Μαύροι
› 
Όταν η Τζούλια ήταν μελαχρινή
› 
Το σουτιέν της Ιουλίτας
› 
Υποεκτιμά τη νοημοσύνη μας
› 
Άθενς μπάι νάιτ
© ΙΣΤΟΣ 2024
Γιάννης Βαρβάκης
Γεννήθηκε ως Ιωάννης Λεοντίδης στα Ψαρά γύρω στα 1745. Πέθανε στη Ζάκυνθο στα 1825. Έκτοτε, επιστρέφει όποτε το εθνικό συμφέρον το επιτάσσει.
« Bloggers