Λευκά στήθη και άλλα αφροδισιακά
21.1.2010 - 10:39:42 PM 
Θυμάμαι προ πολλών ετών, πιτσιρικάς κι εσωτερικός μετανάστης στη Θεσσαλονίκη, να πηγαίνω μια Κυριακή στο "Όλυμπος Νάουσα" για σπανακοτυρόπιτα και κοτόπουλο μιλανέζα. Για κάποιο λόγο φθάσαμε καθυστερημένοι, και το γκαρσόνι μας πληροφόρησε με την δέουσα συντριβή στη χροιά της φωνής κι ελαφρά γκριμάτσα ότι από κοτόπουλο είχε μείνει μόνο στήθος. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, εμείς ο χαμουτζήδες, και προσπαθήσαμε να κρύψουμε την έλλειψη απογοήτευσης. Μόνο στήθος; Μα... εμείς στήθος θέλαμε, άσπρο και παχύ. 

Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι δεν έχουν όλοι τον ίδιο κώδικα ηθών και αξιών που έχεις εσύ στο σπίτι σου, στη γειτονιά σου, στην πόλη σου. Με προβλημάτισε η συλλογική προτίμηση για το πόδι στο κοτόπουλο, και την κράτησα ώσπου να μπορέσω να την καταλάβω, χρόνια μετά. 

Χρόνια μετά, διαπίστωσα έντονες διαφορές στο φαγητό με την μητέρα μου, που είχε μεγαλώσει μεν στην Πλάκα (εγώ πάλι όχι) αλλά με επίφαση γαλλικής κουλτούρας (παρομοίως). Έτσι κατάλαβα ότι είναι δυνατόν να συνυπάρχουν πολλαπλοί κώδικες ηθών και αξιών στο ίδιο σπίτι (αργότερα κατάλαβα ότι είναι δυνατόν να συνυπάρχουν και στον ίδιο άνθρωπο, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ανάρτησης). 

Η χαριστική βολή στη σχέση μας ήταν το ψωμί: είχα βρει ένα εξαιρετικό χωριάτικο ψωμί που έφτιαχνε ο φούρνος του Πέτσιου στη Σοφοκλέους (τώρα είναι Κινέζικα είδη), της το είχα πάει, αλλά μετά από λίγο μου αποκάλυψε ότι αυτή προτιμούσε το άσπρο ψωμί πολυτελείας. Το απέδωσα, όπως πολλά άλλα, στη τραυματική εμπειρία της Κατοχής. 

Ώσπου συνέδεσα τις δυο ασπρίλες. Και κατάλαβα ότι ήταν το σύμπτωμα (οι ασπρίλες) και ο φορέας (η μητέρα μου) μιας τοπικής Αθηναϊκής αστικής ιδεολογίας που ξεκινούσε από πολύ παλιά, και προσπαθούσε αρχικά να προσδιοριστεί αποφατικά σε σχέση με τον χωριάτικο/αγροτικό τρόπο ζωής, και στη συνέχεια σε αντιπαράθεση με τον τρόπο και τους κώδικες των προσφύγων. 

Τι κι αν οι πρόσφυγες ήταν σε μεγάλο βαθμό οι πραγματικοί αστοί του Ελληνισμού, που είχαν εξελίξει τον πολιτισμό τους για πολλά περισσότερα χρόνια από τους υπερφίαλους γκάγκαρους, κι έτσι είχαν παραδεχτεί το προφανές, ότι το πόδι στο κοτόπουλο είναι πιο ενδιαφέρον και περίπλοκο και γευστικό από το στήθος, κι ας είναι πιο μαυριδερό; Ότι το ψωμί πολυτελείας είναι διασκεδαστικό μια στις τόσες, ένα ντιβερτιμέντο, αλλά ως ψωμί δεν πιάνει μπάζα; 

Περιπλανήθηκα μερικά χρόνια στην αλλοδαπή, εκατέρωθεν του Ατλαντικού, γνώρισα πόλεις και νόους και φαγητά ανθρώπων, κι αυτό με βοήθησε να καταλάβω πόσο επαρχιώτης ήμουνα, κι εγώ και οι γύρω μου, και στη συνέχεια με βοηθήσε να μην είμαι, ή τουλάχιστον να είμαι συνειδητά, με έναν δικό μου τρόπο. Ο επαρχιωτισμός, άλλωστε, είναι ψυχολογικός προσδιορισμός και όχι γεωγραφικός. 

Για να επιστρέψουμε στο κοτόπουλο: χωρίζω πλέον τους ενηλίκους σε δύο είδη, αυτούς που αγαπούν το στήθος κι αυτούς που προτιμούν το πόδι. (Το τρίτο είδος εκπροσωπείται από τον φίλο μου τον Πάνο, που τρώει πάντα το λαιμό και τον κώλο του πουλερικού, κι έτσι δεν τσακώνεται ποτέ με κανέναν στη μοιρασιά και τρώει φίνα.)

Για να επιστρέψουμε στο ψωμί: τα τελευταία χρόνια τρώω κατά βάσιν το «Παραδοσιακό» από τον φούρνο "Άρτιστον" στη Σόλωνος ή στα Εξάρχεια. Είναι ένα ψωμί σχετικά λευκό με προζύμι και τρύπες. Δεν είναι πάντα το ίδιο, ούτε στο ζύμωμα ούτε στο ψήσιμο, αλλά δεν με νοιάζει γιατί με καλύπτει απολύτως. Το πήγα κάποτε στη μάνα μου, και με παρακάλεσε να μην της το ξαναπάω, Γιατί, ερώτησα. Γιατί δεν θέλω να παχύνω άλλο, μου είπε, κι αυτό είναι το ψωμί των ονείρων μου.

Περιμένω κι εγώ να δω αν θα φτάσω τα ογδόντα μου (αμφίβολο), και πώς θα είναι τα όνειρά μου τότες. 




ΥΓ: Για τη Ιστορία: και σήμερα, 21 Ιανουαρίου, άκουσα κάποιον να μου εύχεται "Καλή Χρονιά῾. Όταν αυτός δεν άκουσε ανταπόδωση, ως θα ανέμενε, αλλά παγερή σιωπή, είπε "εεε... κάπως καθυστερημένα".
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο Σίλβιο κι εγώ
› 
Γιατί θα παραμείνουμε Ελλάδα.
› 
Έχω κάψει καρβουνάκι (Sinefthini blues)
› 
Θεούσες και οι δύο, πάντως
› 
Μια κακή συνήθεια
© ΙΣΤΟΣ 2024
Γιάννης Βαρβάκης
Γεννήθηκε ως Ιωάννης Λεοντίδης στα Ψαρά γύρω στα 1745. Πέθανε στη Ζάκυνθο στα 1825. Έκτοτε, επιστρέφει όποτε το εθνικό συμφέρον το επιτάσσει.
« Bloggers